Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

 
 
H Γερουσία ησχολήθη τελευταίως με τας περί εγκαθιδρύσεως δικτα­τορίας απειλάς του κ. υπουργού των Στρατιωτικών. Από μιας απόψεως δεν ,είχεν άδικον. Αποτελεί πράγματι πρωτοφανές σκάνδαλον, προσβολήν και της Κυβερνήσεως και των νομοθετικών σωμάτων, το να εμφανίζεται ένας υπουργός και μάλιστα ο προϊστάμενος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και να διακηρύσση ότι το πολίτευμα, επί τη βάσει του οποίου κατέχει το αξίωμα του, εχρεωκόπησε και ότι το κόμμα του είναι προωρισμένον να παίξη ρόλον Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και κατά συνέπειαν αυτός ο ίδιος , ρόλον Χίτλερ [1].
Όμως, διά να είμεθα ειλικρινείς, η περίπτωσις του κ. Κονδύλη δεν είναι χωρίς μερικά ελαφρυντικά. Και λέγων τούτο δεν έχω υπ' όψιν μου την ψυχολογικήν επίδρασιν που μοιραίως υφίσταται ο κ. υπουργός των Στρατιωτικών εκ της βαθείας μελέτης, εις την οποίαν διαρκώς καταγίνεται, του βίου μεγάλων ανδρών, ως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Μέγας Ναπολέων.. .
Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Έχω υπ' όψιν μου ότι δύναται ο κ. Κονδύλης να επικαλεσθή υπέρ εαυτού το γεγονός ότι δύο άλλοι πολιτικοί αρχηγοί προσεχώρησαν εις τας περί δικτατορίας ιδέας του. Οι δύο ούτοι αξιό­λογοι πολιτικοί ηγέται, εκλεγέντες ο μεν ένας εν συμπράξει με το Λαϊκόν κόμμα, ο δε άλλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων, εις του οποίου την Κυβέρνησιν από του 1929 έως τα 1932 κατείχε περίβλεπτον θέσιν, μη κατωρθώσαντες να εμφανίσουν ιδέας σαφείς προς αντιμετώπισιν των εσωτερικών μας προβλημάτων, δυναμένας να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνην του λαού, κατέφυγαν και αυτοί ως εις πανάκειαν, εις την ιδέαν της δικτατορικής διακυβερνήσεως του τόπου.
Εν τούτοις, όσον και αν ο προς την δικτατορίαν έρως των δύο τούτων αξιοτίμων πολιτευτών παρέχη επιχειρήματα εις τον έχοντα την προτεραιότητα κ. Κονδύλην, όμως δεν είναι ικανός να εμβάλη εις ανησυχίας, διότι και οι δύο είναι εστερημένοι αξίας λόγου πολιτικής δυνάμεως, δεν είναι, όπως τουλά­χιστον φαίνεται έως τώρα, αποφασισμένοι να αναλάβουν αγώνα σκληρόν προς επιβολήν της ιδέας την οποίαν νομίζουν ότι παρουσιάσθη ευκαιρία να υποστηρίξουν, είναι και οι δύο μάλλον συντηρητικοί και δεν έχουν, οι καλοί άνθρωποι, την ιδιοσυγκρασίαν των δυνατών αγωνιστών, των αποφασισμένων να θυσιά­σουν εν ανάγκη εαυτούς, αποστόλων, ικανών να καταστήσουν συμπαθή εις τον λαόν μίαν ιδέαν που εκ χαρακτήρος και εκ παραδόσεως και πικράς πείρας δεν ειμπορεί να υποφέρη. Δεν προκαλεί, λοιπόν, ανησυχίαν η περί ης ο λόγος τελευταία εκδήλωσις κ.κ. Μιχαλακοπούλου και Μεταξά. Αποδεικνύει μόνον ότι η επιδημία των δικτατορικών τάσεων ενέσκηψε και εις τον τόπον μας και μεταξύ άλλων, ολιγώτερον σοβαρών, προσέβαλε και αυτούς παρά την πολιτικήν των πείραν, τα παλαιά παθήματα και τας πολλαπλάς των γνώσεις και την συντηρητικότητά των. Ας ελπίσωμεν ότι δεν θα βραδύνη να επέλθη η ίασις, η οποία θα καταστήση και τους δύο πλέον χρησίμους εις τον τόπον.
Το ότι όμως η δικτατορική επιδημία έχει λάβει διαστάσεις και δεν θα απαλλαγώμεν εύκολα απ' αυτήν, έστω και μετά την θεραπείαν του αρχηγού των Συντηρητικών και του αρχηγού των Ελευθεροφρόνων, αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι ο στρατηγός Πλαστήρας, τον οποίον ενομίζαμεν θεραπευθέντα μετά το πάθημα της 6ης Μαρτίου, υπέστη εσχάτως υποτροπήν της νόσου, όπως αποδεικνύει η τελευταία αρθρογραφία του εις τον «Δημοκρατικόν Αγώνα».
Ο κ. Πλαστήρας, ως υπερασπιστής της δικτατορικής ιδέας, είναι πολύ πλέον επικίνδυνος από τους άλλους εραστάς της δικτατορίας. Είναι άνθρωπος εξαιρετικά αγνός, αποφασιστικός, αναμφισβητήτου γενναιότητος, έχει εις τον στρατόν και εκτός του στρατού αφωσιωμένους φίλους που αντιλαμβάνονται ότι πιστεύει είλικρινώς εις την ιδέαν της δικτατορίας και δεν αποβλέπει εις αυτήν από φιλαρχίαν, ότι δεν έχει ιδιοτελείς σκοπούς. Εξ άλλου ο κ. Πλαστή­ρας κατέχεται από υπερβολικήν αφέλειαν που τον καθιστά πλέον επικίνδυνον[2].
Αυτός ο χαρακτήρ του συντελεί ώστε να βλέπη πολύ απλά τα πολιτικά πράγματα και ευχερή την λύσιν των. Η τελευταία αρθρογραφία του δίδει επαρκές δείγμα του μεγέθους της αφελείας του.
Ομιλεί κατά τρόπον αυθεντικόν περί οριστικής χρεωκοπίας του κοινο­βουλευτισμού και δεν υποπτεύεται ότι αυτή η γνώμη περί χρεωκοπίας του κοινοβουλευτισμού, οσαδήποτε και αν είναι τα ελαττώματα του, είναι εμπό­ρευμα εισαχθέν έξωθεν εις την Ελλάδα. Δεν φαίνεται να φαντάζεται ότι αι ελλείψεις που παρουσιάζει ο άκρατος κοινοβουλευτισμός είναι επιδεκτικαί διορθώσεως χωρίς να καταλυθούν αι πολιτικαί ελευθερίαι του λαού και το αντιπροσωπευτικόν σύστημα.
Ομιλεί περί των δικτατοριών που επεβλήθησαν εις διαφόρους χώρας και δεν βλέπει ότι τα μεγάλα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα που εγέννησαν αλλού τας δικτατορίας δεν υπάρχουν εις την Ελλάδα. Καμμίαν γνώμην δεν εκφέρει περί των καθ' έκαστον πολιτικών ζητημάτων που μας απασχολούν. Αρκεί, κατά την αντίληψίν του, καλή θέλησις, διά να τακτοποιηθούν όλα, ιδίως δια να εξασφαλισθή καλή διοίκησις που αποτελεί τον σκοπόν της δι­κτατορίας του. Δεν λαμβάνει καθόλου υπ' όψιν ότι υπάρχουν και άλλοι υποψήφιοι δικτάτορες και ότι, δια να επιβληθή η ιδική του δικτατορία, θα χρειασθή να γίνη ένας βίαιος αγών επικρατήσεως, όχι μόνον εναντίον αυτών που επίσης επαγγέλλονται χρηστήν διοίκησιν, άλλα και προς όλους ημάς που είμεθα οι περισσότεροι και δεν ανεχόμεθα κανενός είδους αυταρχική διακυβέρνησιν του τόπου μας...

Αλλ' αν... ερωτήσωμεν τον κ. Πλαστήραν, πόθεν αντλεί το δικαίωμα να επιβάλη εις τον τόπον δια της βίας ιδικήν του δικτατορίανΤ είμαι βέβαιος ότι θα δυσκολευθή να απαντήση. Διότι είναι ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος.
Το ότι προσέφερεν άλλοτε υπηρεσίας μεγάλας εις τον τόπον, το ανεγνώ­ρισα και άλλοτε και δεν έχω δυσκολίαν να το τονίσω και τώρα. Αλλ' ανε­ξαρτήτως ότι και άλλοι προσέφεραν υπηρεσίας μεγάλας κατά τον πόλεμον ή εν ειρήνη, ποίαι υπηρεσίαι δύνανται να δικαιολογήσουν την αξίωσιν να γίνη η Ελλάς κτήμα οιουδήποτε ;
Ο κ. Πλαστήρας εκυβέρνησε δικτατορικώς τον τόπον και επέδειξε τότε αγνότητα και θάρρος. Αλλ' ανεξαρτήτως του ότι δεν επέδειξε και τότε εξαιρετικήν τίνα ικανότητα κυβερνήτου, αι περιστάσεις της εποχής εκείνης ήσαν όλως διαφορετικαί από τας σημερινάς. Τότε μόλις είχομεν πληγή από την μεγάλην εθνικήν συμφοράν, αντεμετωπίζαμεν το ενδεχόμενον ενός νέου πο­λέμου, είμεθα ηναγκασμένοι να λάβωμεν εξαιρετικά μέτρα δια την ηθικήν ικανοποίησιν του θυσιασθέντος έθνους, διά την αναπτέρωσιν του φρονήματος του και διά την εγκατάστασιν των κατά εκατοντάδας χιλιάδων συρρεόντων προσφύγων. Τι κοινόν υπάρχει μεταξύ της τότε εποχής και της σημερινής ;
Ο κ. Πλαστήρας είχε τον πατριωτισμόν, αφού ενόμισεν ότι η δικτατορία του 1922—23 εξεπλήρωσε την αποστολήν της, να προκαλέση εκλογάς, να καταθέση σεμνότατα την αρχήν και κατόπιν να άποσυρθή μετριοφρονέστατα. εις τον ιδιωτικόν βίον.
Η συμπεριφορά του εκείνη ήτο ικανή να επισύρη την εθνικήν ευγνωμοσύνην και την επέσυρεν. Από την ιδιωτικήν ζωήν εξήλθεν ο κ. Πλαστήρας, όταν επεβλήθη η Παγκαλική δικτατορία, την οποίαν ηγωνίσθη να ανατρέψη και, βραδύτερον πάλιν, όταν ηπειλήθη στρατιωτική ανταρσία εξ αιτίας της τακτοποιήσεως του στρατιωτικού ζητήματος από την οικουμενικήν Κυβέρνησιν. Η επέμβασίς του τότε έσωσε την κατάστασιν.
Αυτό το λαμπρόν παρελθόν το ελησμόνησεν ο κ. Πλαστήρας, όταν εις τα 1932 ηπείλει το Λαϊκόν Κόμμα με διάλυσιν και ακόμη περισσότερον τον Μάρτιον του παρελθόντος έτους, οπότε απεπειράθη, αντιστρατευόμενος εις την λαϊκήν θέλησιν, να επιβάλη προσωπικήν δικτατορίαν.
Η απόπειρα του ευτυχώς απέτυχεν, αλλ' εδημιούργησεν ανωμαλίας, από τας οποίας ακόμη δεν απηλλάγημεν. Εζημίωσεν ηθικώς όλα τα παλαιά δη­μοκρατικά κόμματα. Επροκάλεσε την απομάκρυνσιν από τον στρατόν αρί­στων αξιωματικών. Ενίσχυσεν ηθικώς τα κυβερνητικά κόμματα, διηυκόλυνε τας αυθαιρέτους πράξεις των και εδημιούργησε προφάσεις διά τας καθημερινάς απειλάς των κατά των δημοκρατικών θεσμών.
Αυτά είναι αρκετά. Είμαι βέβαιος ότι, όταν ο κ. Πλαστήρας τα αναλογεσθή απαλλασσόμενος από επικινδύνους συμβούλους, θα αναγνωρίση την πλάνην του και θα επανέλθη εις την παλαιάν δράσιν του του υπερασπιστού των δημο­κρατικών θεσμών και της πολιτικής ομαλότητος, εις την οποίαν τον ωθούν αι μεγάλαι αρεταί του που ανωτέρω εξήρα.

Άλλως οφείλει να γνωρίζη ότι θα εύρη εις τυχοδιωκτικάς δικτατορικάς επιδιώξεις αντιμετώπους, αποφασισμένους να προτάξουν τα στήθη των, εκτός των κυβερνητικών κομμάτων, και όλους τους αγνούς δημοκρατικούς, οι οποίοι δεν ηγωνίσθησαν υπέρ της καθιερώσεως της Δημοκρατίας, διά να είναι αύτη κτήμα τούτου ή εκείνου του κόμματος, ή οιουδήποτε προσώπου.

[1] Στις 7 Απριλίου 1934 ο στρατηγός παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Volkischer Beobachter» (Λαϊκός Παρατηρητής) της Γερμανίας, το επίσημο δημοσιογραφικό βήμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Μεταξύ των άλλων είπε: “… ο κοινοβουλευτισμός είναι ανίκανος να κυβερνήσει. Κάθε Γερμανός ασπάζεται τας υψηλάς κρατικάς ιδέας του Χίτλερ -το κοινόν συμφέρον υπεράνω του ατομικού συμφέροντος -και πας το αισθάνεται ακόμη προσωπικώς. Εις την Γερμανίαν υπάρχη λαϊκή θέλησις. Αλλά ακριβώς όταν εννοώ την ιστορικήν δύναμιν του Χίτλερ πρέπει να αναγνωρίσω την μεγάλην διαφοράν μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας… Ο Έλλην ενθουσιάζεται δια την προσωπικήν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Είναι απολύτως ατομικιστής. Ίσως και το κλίμα να συντελή εις αυτό. Οπωσδήποτε χρειαζόμεθα ακόμη πολύν χρόνον δια να προπαρασκευάσομεν την λαϊκήν οργάνωσιν των μαζών, όπως συμβαίνει εις τον Γερμανικόν και τον Ιταλικόν λαόν, και όπως προαχθούν μόνοι των οι λαοί εις την μεγάλην Εθνικήν Ευτυχίαν… Το σύστημα διευθύνσεως του Χίτλερ είναι μία θαυμάσια ιδέα η οποία πρέπει να αποβή καρποφόρος…”.
Τον επόμενο χρόνο, προσκεκλημένος της Ιταλικής Κυβέρνησης,o Κονδύλης έγινε δεκτός τόσο από το Μουσσολίνι όσο και από το Βασιλία. Μιλώντας στο Μέγαρο των Ιταλών Εθελοντών πολέμου δε δίστασε να πει:
«Φαίνεται όμως, ότι η αποστολή της Ρώμης εν τω κόσμω δεν έληξεν, διότι και σήμερον ακόμη όταν μετά τον μεγάλον πόλεμον έπνευσεν άνεμος ερημώσεως εκ Ρωσίας, ανατρέπων θρόνους, καθεστώτα και πολιτισμούς, είδομεν ένα μόνον άνδρα να ορθωθεί εναντίον αυτής της θυέλλης και ο ανήρ αυτός ήτο Ιταλός: ο Ντούτσε. Δημιουργήσας τον φασισμόν και θέσας αυτόν ως φραγμόν εις το κύμα της καταστροφής και των ουτοπιστικών ιδεών, έσωσε τον κόσμον από της επανόδου εις την βαρβαρότητα. ... Η ιστορία όμως δεν θα ομιλήσει μόνον δι' ό,τι ο αρχηγός σας επέτυχε εν Ιταλία, αλλά θα ομιλήσει και δια το παγκόσμιον έργον του Μουσολίνι, ο οποίος πράγματι έσωσε τον κόσμον από το χάος και την βαρβαρότητα προς την ο­ποία ςξωθείτο. .. Θαυμάζομεν μετά συμπαθείας το έρ­γον αυτό. . . Eδημιουργήσατε ένα νέον καθεστώς το οποίον εμιμήθη ήδη η Γερμανία και εις όλα τα Έθνη υ­πάρχουν ήδη φασιστικοί πυρήνες, οι οποίοι αργά ή γρή­γορα θα επιβληθούν. Ζήτω η Ιταλία, ζήτω ο Ντούτσε!»


[2] Περί την 2αν πρωϊνήν της 6ης Μαρτίου, ο Ελ. Βενιζέλος απεσύρθη διά να κοιμηθή. Μόλις όμως ευρέθη εις τον κοιτώνα του, ήκουσε να εισέρχωνται εις το παραπλεύρως γραφείον ο υιός του Σοφοκλής και ο Β. Σκουλάς. Μετά εν τέταρτον δε της ώρας, ενεφανίσθη προ αυτού ο στρατηγός Πλαστήρας.
«Χάνουμε τας Αθήνας, είπεν εις τον Βενιζέλον. Οι Λαϊκοί θα έχουν την απόλυτον πλειοψηφίαν. Τί θα γίνη; θα παραδώσετε την εξουσίαν;» 
«Φυσικά», του απήντησεν ο Βενιζέλος, εκδηλώνων συγχρό­νως την έκπληξίν του δια την ερώτησιν.
«Θάχουμε τα ίδια της 1ης Νοεμβρίου τότε, παρετήρησεν ο Πλαστήρας, θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφο­νίες και Κύριος οίδε τί άλλο ! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατο­ρίας, θα κάμουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στον Φασι­σμό προοδεύει».
Ο Βενιζέλος του απήντησεν ότι δεν ήτο μεν ενθουσιασμένος με το κοινοβουλευτικόν καθεστώς, αλλ' ότι τα ελαττώματα των άλλων λύσεων, ήσαν τόσον μεγάλα, ώστε ουδ' επί στιγμήν εδέχετο αλλαγήν του πολιτεύματος. Η Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ, συνέχισεν ο Βενιζέλος, δεν νομίζω, αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο Μουσσολίνι. Όχι, μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσσολίνι. Μετά δύο έως τρεις μήνας θα καταπέσης οικτρώς, διότι κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχεις να αντιμετώπισης, δεν θά κατορθώσης νά λύσης. Και χαριτολογών κατέληξεν ο Βενιζέλος : «Αν πείσης τον Μουσσολίνι να αφήση την Ιταλίαν και να έλθη εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνη δικτατορία». Η συνομιλία διήρκεσε περί τα 20 - 25 λεπτά.((ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΑΦΝΗ:Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940 Τόμος Β Σελ.183-84)
 Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Δημοκρατικός Αγών"  στις 12 Μαΐου 1934.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου