Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΦΑΙΔΩΝ ΖΑΜΠΟΓΛΟΥ: Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ - Ανταρτικό και αντιανταρτικό (τα αποσπάσματα)





Ένα τσιγάρο στο νικημένο έλληνα αντάρτη
Η δεκαετία χίλια εννιακόσια σαράντα - χίλια εννιακόσια πενήντα είναι μια δραματική περίοδος της Ελληνικής ιστορίας. Στην ηρωική περίοδο του αγώνα για την ελευθερία και στην δραματική και πένθιμη του αδελφοκτόνου σπαραγμού, η περίπτωση του φίλου μου Μιχάλη υπήρξε σημαντική.
Ο Μιχάλης ανήκε στο είδος εκείνο του θετικού Έλληνα. Έζησε ως την τελευταία του στιγμή πιστός στο καθήκον, πολεμώντας όπου τον όρισε η πατρίδα, στα αποσπάσματα, στην χωροφυλακή και τελείωσε η ζωή του εκτελώντας το καθήκον του στη θηροφυλακή. Αγωνίσθηκε σαν γνήσιος Έλληνας που ήταν, για το καλό της πατρίδας χωρίς να δαιμονοποιήσει κανέναν άνθρωπο ή ομάδα. Δεν τον κυρίεψε η απανθρωπιά που βασάνισε την κοινωνία. Δεν τον κυρίεψε το μίσος. Δεν θέλησε να ανταποδώσει τo κακό που του έκαναν.
Με το Μιχάλη γνωρισθήκαμε μεγάλοι, την δεκαετία του 1960. Σύντομα αναπτύχθηκε μια βαθιά φιλία μεταξύ μας. Φιλία χωρίς συμφέροντα, φιλία με αμοιβαία συμπάθεια, αλληλοεκτίμηση, ενδιαφέρον και φροντίδα για τον φίλο, με ειλικρίνεια κι εμπιστοσύνη .Η κοινή θεώρηση των προβλημάτων της ζωής, η φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών μας, ήταν τα θέματα που μας απασχολούσαν. Το σημείο επαφής ήταν η αγάπη και των δυό μας για τη φύση. Είχαμε φάει ψωμί από το ίδιο καρβέλι, και ήπιαμε νερό από το ίδιο παγούρι, στον ίσκιο κάποιας γκοριτσιάς, στα υψώματα του Μητρικού και του Ιμέρου. Το ύφος του ήταν πάντα σοβαρό. Σπάνια γελούσε με τα α­στεία ανέκδοτα που του έλεγα. Είχε μια παραπονιάρικη διάθεση. Ορισμένες φορές έλεγε συλλογισμένος: «Κρίμα στο τόσο αίμα που χύθηκε και ακόμη δεν βάλαμε μυαλό οι Έλληνες». Πολλές φορές ή­ταν απορροφημένος σε σκέψεις και είχε το βλέμμα προσηλωμένο σ' ένα σημείο χωρίς αντικείμενο. Τον είχα δει να κάνει μια χειρονομί­α σαν να ήθελε να διώξει από εμπρός του μια μύγα ή να ξεμπλέξει έναν ιστό αράχνης εμπρός από τα μάτια του. Ήταν φανερό ότι τον βασάνιζαν εικόνες από αυτά που είχε ζήσει. Είχε άσχημες, φοβερές αναμνήσεις. Ίσως όλα αυτά ήταν η αιτία που σκοτώθηκε σε αυτοκι­νητικό δυστύχημα.
Πολλές φορές τον παρακάλεσα και προσπάθησα να τον πείσω να μου διηγηθεί αυτά που τον απασχολούσαν. Το ανέβαλλε συνε­χώς: «έχω αναμνήσεις από φριχτές εμπειρίες που προσπαθώ να τις βγάλω απ' το μυαλό μου. Να μπορέσω τουλάχιστον να απαλλαγώ από τις φριχτές εικόνες που έχω συνεχώς μπροστά στα μάτια μου. Δεν θέλω να σου τα διηγηθώ γιατί θα αναθερμάνω τις αναμνήσεις και θα ταραχθώ. Αργότερα όταν περάσουν τα χρόνια, όταν γεράσουμε και γίνουμε συνταξιούχοι θα βγάλω τις σημειώσεις που έχω γράψει με ονόματα και ημερομηνίες από πολλά γεγονότα και θα τα γράψουμε σε βιβλίο. Τώρα είναι ακόμη τα πάθη έντονα και θα έχουμε αντίδραση από τους φανατισμένους της μιας ή της άλλης παράταξης. Ακό­μη διστάζω γιατί δεν θέλω να τα μάθουν αυτά τα παιδιά μου που είναι μικρά. Όταν μεγαλώσουν θα μπορούν να καταλάβουν. Τις σημειώσεις αυτές για να μη τις βρουν τα παιδιά μου τις έχω κρυμμένες σε ένα ντοσιέ, ανάμεσα στο πλαστικό και το χαρτόνι.»
Οι σημειώσεις αυτές δεν βρέθηκαν . Το πιθανότερο είναι μετά το δυστύχημα να πε­τάχτηκε το παλιό τριμμένο και άχρηστο ντοσιέ χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι κόλλες με τις σημειώσεις που ήταν κρυμμένες μέσα στην φόδρα. Πέτυχα όμως να μου διηγείται ορισμένα από τα συνταρακτικά γεγονότα που έζησε στον ανταρτοπόλεμο.Η επιμονή μου του έγινε αφόρητη μετά από ένα περιστατικό που μου κίνησε την περιέργεια που μου κίνησε την περιέργεια και ζητούσα την εξήγησή του.
To 1961 έκανα μια αγορανομική παράβαση. Ο χωροφύλακας του αστυνομικού τμήματος με έγραψε. Έβαλα μέσον αξιόλογα ά­τομα. Πήγαν και παρακάλεσαν τον διοικητή του τμήματος να σβήσει την παράβαση. Δεν είχε αποτέλεσμα, μου είπαν ότι ο διοικη­τής του τμήματος δεν σβήνει παραβάσεις. Είναι πολύ αυστηρός θα γινόταν μήνυση. Η καταδικαστική απόφαση σίγουρη και η ποινή γνωστή. Πρόστιμο πεντακόσιες δρχ. και φυλάκιση δέκα ημερών, εξαγοραζόμενη βέβαια. Η υπόθεση αυτή με στεναχωρούσε γιατί εκτός από τα χρήματα που θα πλήρωνα θα έμενε για πάντα λερωμένο το ποινικό μου μητρώο το οποίο μέχρι τότε ήταν λευκό.
Όταν με επισκέφθηκε στο κατάστημα μου ο Μιχάλης κατάλαβε ότι ήμουν στεναχωρημένος. Μετά από τις επίμονες ερωτήσεις του, του διηγήθηκα αυτό που με στεναχωρούσε μη φανταζόμένος ότι ο Μιχάλης θα μπορούσε να με ωφελήσει. Μόλις το άκουσε αυτό ο Μιχάλης γέλασε.
«Μη στεναχωριέσαι. Πάμε στον διοικητή και θα τακτοποιηθεί αμέσως».
Του είπα ότι έβαλα σημαντικά άτομα που προσπάθησαν να πείσουν τον διοικητή να σβήσει την παράβαση χωρίς επιτυχία. Ο Μιχάλης επέμενε και πήγαμε στο τμήμα. Ήμουν διστακτικός, υπέθεσα ότι ο Μιχάλης επηρεασμένος από την φιλία μας θέλησε να με βοηθήσει κάνοντας αυτό το ατόπημα. Τον Μιχάλη τον θεωρούσα συνετό. Αφού δίστασα στην αρχή και εκείνος επέμενε αποφάσισα να τον ακολουθήσω για να δω τι θα γίνει.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας του τμήματος μας είπε ότι ο διοικητής είναι στο γραφείο του αλλά είναι απασχολημένος. Έχει σύσκεψη με δυο ενωμοτάρχες, σταθμάρχες κοντινών χωριών. «ΙΙες του σε παρακαλώ ότι θέλει να του μιλήσει ο Μιχάλης μόλις τελειώσει η σύσκεψη». Ο αξιωματικός δίστασε αλλά ο Μιχάλης επέμενε. Ο αξιωματικός μισάνοιξε την πόρτα και το είπε. () διοικητής βγήκε αμέσως έξω. Είπε στους δυο ενωμοτάρχες να περάσουν έξω από τo γραφείο και να περιμένουν . Ο Μιχάλης στεναχωρέθηκε .
«Δεν είναι τόσο επείγον. Μπορούσαμε να περιμένουμε να τελειώσετε τη σύσκεψη». «Τι λες Μιχάλη .Έλα μέσα. »
Έκλεισε την πόρτα.
«Θα πάρετε καφέ ή πορτοκαλάδα; Τι σε φέρνει σε μένα; Έχω μέρες να σε δω».
«Τον φίλο μου τον Φαίδωνα τον έγραψε κάποιος χωροφύλακας του τμήματος σου για κάποια παράβαση. Σε παρακαλώ να σβήσεις την παράβαση».
Κοίταξε ο διοικητής το βιβλίο.
«Ευτυχώς ήρθατε εγκαίρως. Ετοιμαζόμουν να την προω­θήσω».
Πήρε τα χαρτιά τα έσκισε και τα πέταξε στον κάλαθο. Έ­σβησε και από το βιβλίο συμβάντων την παράβαση.
«Εντάξει. Έ­γινε αυτό, θέλεις τίποτα άλλο;».
«Ευχαριστώ, όχι».
«Στο καλό Μι­χάλη και να περνάς να τα λέμε. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε». Απόρησα! Έμεινα κατάπληκτος από αυτά που συνέβησαν και μά­λιστα επειδή μου είχαν πει ότι ο διοικητής του τμήματος αυτού εί­ναι πολύ αυστηρός και δεν σβήνει παραβάσεις.

«Πως έχεις τόσο μέσον Μιχάλη; Μήπως τον ταΐζεις λαγούς κι αγριογούρουνα;». Η περιέργεια μου μ' έκανε να ρωτάω και να επιμένω να μάθω πως έγινε και είχε ο Μιχάλης τόση οικειότητα με τον διοικητή και είχε το θάρρος να ζητήσει μια χάρη που στο κάτω της γραφής ήταν κάτι παράνομο.


Μερικές μέρες αργότερα, αφού επικαλέστηκα την φιλία μας και αφού του έδωσα τον λόγο μου ότι θα κρατήσω μυστικά όσα θα ήθελε να μου διηγηθεί, άρχισε να μου διηγείται. Αφού τον έπεισα να μου διηγηθεί ορισμένα, μια φορά, αυτό επαναλήφθηκε αρκετές | άλλες φορές, κάθε φορά από λίγα. Αυτό γινόταν όταν τρώγαμε το κολατσιό μας και πίναμε την μπίρα μας στον ίσκιο κάποιου δένδρου. Τώρα μετά από πενήντα χρόνια προσπαθώ να τα αποδώσω στο γραπτό αυτό συναρμολογημένα σε ένα σύνολο.
Είναι σαν να τον ακούω όταν έλεγε: «το χωριό του Έβρου όπου ζούσα με την μάνα μας και τ' αδέρφια μου ελευθερώθηκε από ιην Γερμανική κατοχή στις 4 Σεπτέμβρη 1944.Η εθνική αντίσταση , τo ΕΑΜ, με τον ανταρτικό στρατό τον ΕΛΑΣ,έδωσε μάχες με τους Γερμανούς. Στον Έβρο δεν υπήρχε τότε καμία άλλη αξιόλογη οργάνωση εθνικής αντίστασης , Η μοναδική που ξέραμε ήταν το ΕΑΜ. Τους υποδεχθήκαμε με χαρές και γιορτές σαν ελευθερωτές που ήταν.Νομίσαμε ότι τελείωσαν τα βάσανα. Το ΕΑΜ υποσχέθηκε: Ειρήνη, λευτεριά στον λαό, λαϊκή δημοκρατία, σοσιαλισμό. Δεν γνωρίζαμε το νόημα αυτών των λέξεων αλλά υποθέταμε ότι ήταν πράγματα ευχάριστα.Αν γινόταν τότε εκλογές το ΕΑΜ θα είχε μεγάλη επιτυχία.Η πολιτική δεν μας ενδιέφερε. Θέλαμε να καλλιεργήσουμε τα χωράφια μας και να αποκτήσουμε ζώα, αφού τα είχαμε χάσει όλα. Μας συγκέντρωνε το ΕΑΜ και μας μιλούσαν οι καθοδηγητές. Εντύ­πωση μας έκανε το γεγονός ότι μιλούσαν εναντίον της κυβέρνησης και των Άγγλων, τους οποίους θεωρούσαμε συμμάχους. Παρακινού­σαν εμάς τους νέους να καταταγούμε στον ΕΛΑΣ. Μας φάνηκε πα­ράξενο. Αφού είχαμε ελευθερωθεί από τους Γερμανούς, με ποιους θα έπρεπε να πολεμήσουμε; Η εξήγηση μας δόθηκε όταν μάθαμε για τα Δεκεμβριανά. Ο μεγάλος αδερφός μου ήταν επιστρατευμένος. Κατατάχθηκα στον εθνικό στρατό.Στο χωριό, το ΕΛΑΣ στρατολογούσε νέους στις τάξεις του. Άλλους με την πειθώ και άλλους με την φοβέρα. Εμείς που δεν θέλαμε να πάμε κρυβόμασταν τις νύχτες στα χωράφια και στις ρεματιές. Όταν όμως δεν εύρισκαν τους άνδρες στο σπίτι τρο μοκρατούσαν τις γυναίκες. Άφησαν στην μητέρα μου πρόσκληση να καταταγώ στο 81ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Η μητέρα μου διαμαρτυρήθηκε: είπε ότι ήμουν μικρός ακόμη. Μάθαμε ότι ο ΕΛΑΣ αντιμάχονταν τον Εθνικό στρατό. Ήταν αδιανόητο να καταταγώ στον ΕΛΑΣ και να πολεμήσω τον εθνικό στρατό που ίσως θα είχα αντίπαλο τον αδερφό μου. Μετά από αρκετές νύχτες που δεν μας βρήκαν κατάλαβαν ότι οι δικαιολογίες της μάνας μας ήταν ψεύτικες.Όταν έδειραν την μάνα μας κι έκαψαν το σπίτι μας γίναμε οριστικά εχθροί. Για να τους αποφύγουμε πήγαμε στο Διδυμότειχο. Επειδή και εκεί δεν ήμαστε ασφαλείς, πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ήμασταν πρόσφυγες, μας αποκαλούσαν ανταρτόπληκτους. Μας έδιναν ένα βοήθημα αλλά δεν ήταν αρκετό για να ζήσουμε με άνεση Μας φοβέριζαν ότι θα κατέβουν οι αντάρτες στην πόλη, οπότε εμείς οι ανταρτόπληκτοι θα είχαμε άσχημη κατάληξη Μας έπεισαν να οπλισθούμε.Οργανώθηκαν ομάδες Αμύνης Υπαίθρου ΜΑΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου