Κυριακή 20 Μαΐου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ : ΜΙΣΟ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ


 « Δάσκαλε μου και νεοφώτιστε μαθητή μου, χαίρε !

» Πολλή δουλειά εδώ και δύσκολη, δόξα σοι o «θεός». Μαντρίζω την .επικίντυνη λέξη μέσα στα εισαγωγικά (όπως ένα θεριό μέσα στα κάγκελα), για να μη θυμώσεις ευτύς ανοίγοντας το γράμμα. Δύσκολη λοιπόν δουλειά εδώ, δόξα σοι ο «θεός» ! Μισό εκατομμύριο Έλληνες κιντυνεύουν στη Νότια Ρουσία και στον Αντικαύκασο. Πολλοί από αυτούς μιλούν μονάχα τούρκικα ή ρούσικα, η καρδιά τους όμως μιλάει με φανατισμό ρωμαίικα. Είναι αίμα δικό μας' φτάνει να τους δεις — τα μάτια τους πως λάμπουν αρπαχτικά, τα χείλια τους πως χαμογελούν παμπόνηρα και φιλήδονα, και πως κατάφεραν να γίνουν αφεντάδες και να 'χουν στη δούλεψη τους μουζίκους — για vα καταλάβεις πως είναι βέροι απόγονοι του αγαπημένου σου Οδυσσέα\ θα τους αγαπήσεις τότε και δε θα τους αφήσεις να χαθούν. 
» Γιατί κιντυνεύουν να χαθούν. Έχασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, πεινούν' από τη μια μεριά τους κυνηγούν οι μπολσεβίκοι, από την άλλη οι Κούρδοι. Στριμώχτηκαν από παντού σε μερικές πολιτείες της Γεωργίας κι Αρμενίας, πρόσφυγες' δεν υπάρχουν τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, μαζεύουνται στα λιμάνια, αγναντεύουν με αγωνία αν ερχουνται ελληνικά βαπόρια να τους πάρουν, να γυρίσουν στη μάνα τους, την Ελλάδα. Ένα κομμάτι της ράτσας μας, δάσκαλε μου, δηλαδή ένα κομμάτι απα την ψυχή μας, κυριεύτηκε από πανικό.
»Αν τους αφήσουμε στην τύχη τους, θα χαθούν. Χρειάζεται πολλή αγάπη, πολύ μυαλό, ενθουσιασμός κι οργάνωση — οι δυό αυτές αρετές που τόσο αγαπάς όταν είναι ενωμένες — για να μπορέσουμε να τους σώσουμε και να τους μεταφυτέψουμε στα λεύτερα χώματα μας, εκεί που περισσότερο συφέρει στη ράτσα μας — ψηλά στα σύνορα της Μακεδονίας, πέρα στα σύνορα της Θράκης. Είναι ανάγκη. Έτσι μονάχα θα σωθούν εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές ψυχές, και θα σωθούμε κι εμείς μαζί τους. Γιατί, από τη στιγμή που έφτασα εδώ, χάραξα, ακολουθώντας τη διδασκαλία σου, έναν κύκλο, κι αυτόν τον ονόμασα : χρέος μου. Κι είπα : αν αλάκερο τον κύκλο αυτόν τον σώσω, σώθηκα" αν δεν τον σώσω, χάθηκα. Και μέσα στον κύκλον αυτόν είναι οι 500.000 ετούτοι Έλληνες.
» Τρέχω χώρες και χωριά, συγκεντρώνω τους Έλληνες, κάνω υπομνήματα, τηλεγραφώ, μάχουμαι να πείσω τους επίσημους να στείλουν βαπόρια, τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και να φέρουν όλες ετούτες τις ψυχές στην Ελλάδα. Αν το ν' αγωνίζουμαι με τόσο πείσμα είναι ευτυχία, είμαι ευτυχής. Δεν ξέρω αν, όπως λες, έκοψα την ευτυχία μου στα μέτρα του μπογιού μου' μακάρι, γιατί τότε το μπόι μου θα 'ταν μεγάλο. Προτιμώ όμως να παρατραβήξω το μπόι μου Ισια με αυτό που θεωρώ ευτυχία μου, δηλαδή ίσια με τα πιο ακρινά σύνορα της Ελλάδας. Μα ας μην κάνω θεωρίες' του λόγου σου είσαι ξαπλωμένος στο κρητικό ακρογιάλι σου, ακούς τη θάλασσα και το σαντούρι, έχεις καιρό, εγώ δεν έχω. Η ενέργεια με τρώει, και χαίρουμαι' η πράξη, η πράξη, άλλη λύτρωση δεν υπάρχει. Στην αρχή ήταν η πράξη — και στο τέλος.
» Τώρα η σκέψη μου είναι πολύ απλή, μονοκόμματη: Λέω: ετούτοι οι Πόντιοι κι οι Καυκάσιοι, οι χωριάτες του Καρς κι οι έμποροι κι εμποράκοι της Τιφλίδας, του Βατούμ, του Νοβορωσίσκ, του Ροστόβ, της Οντέσας, της Κριμαίας, είναι δικοί μας, αίμα μας, έχουν κι αυτοί σαν κι εμάς μέσα τους πρωτεύουσα την Πόλη. Έχουμε όλοι τον ίδιο αρχηγό ' εσύ τον λες Οδυσσέα, άλλοι Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όχι αυτόν που σκοτώθηκε, παρά τον άλλο, τον μαρμαρωμένο του παραμυθιού. Εγώ, με την άδεια σου, τον αρχηγό αυτόν της ράτσας μας τον λέω Ακρίτα. Η λέξη αυτή μου αρέσει πιο πολύ, είναι πιο αυστηρή και πολεμόχαρη, γιατί ευτύς ως την ακούσεις τινάζεται μέσα σου πάνοπλος ο αιώνιος Έλληνας, που μάχεται ακατάπαυτα στις άκρες, στα σύνορα. Στα κάθε σύνορα — εθνικά, πνεματικά, ψυχικά. Κι αν πεις και Διγενής, ακόμα πιό βαθιά στοράς τη ράτσα μας, την εξαίσια σύνθεση Ανατολής και Δύσης.
»Βρίσκουμαι τώρα στο Κάρς, όπου πήγα να μαζέψω απ' όλα τα χωριά γύρα τους Έλληνες' την ίδια μέρα που έφτασα, οι Κούρδοι είχαν πιάσει απέξω από το Καρς έναν παπά μας κι ένα δάσκαλο και τους πετάλωσαν σα μουλάρια. Τρομαγμένοι όλοι μαζώχτηκαν στο σπίτι όπου έστησα τα λημέρια μου' ακούμε όλο και πιο κοντά τα κανόνια των Κούρδων που ζυγώνουν. Όλοι έχουν καρφωμένα τα μάτια τους απάνω μου, σα να 'χω εγώ τη δύναμη να τους σώσω.
»Ήταν να φύγω αύριο για την Τιφλίδα, μα τώρα, μπροστά στον κίντυνο, ντρέπουμαι να φύγω. Μένω λοιπόν. Δε λέω πΩς δε φοβούμαι' φοβούμαι, μα ντρέπουμαι. Το ίδιο δε θα 'κανε κι ο «Πολεμιστής» του Ρέμπραντ ; θα 'μενε' μένω λοιπόν κι εγώ. Αν μπουν οι Κούρδοι, είναι φυσικό και δίκιο εμένα να πρωτοπεταλώσουν. Τέτοιο μουλαρίσιο τέλος του μαθητή σου, δάσκαλε μου, σίγουρα δεν το περίμενες.
»Ύστερα από πολλή ρωμαίικη λογομαχία, πήραμε την απόφαση να συναχτούν απόψε οι Έλληνες όλοι, με τα μουλάρια τους, με τ' άλογα, με τα βόδια τους, με τα πρόβατα, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ξημερώματα, όλοι μαζί, θα κινήσουμε κατά βορρά- και θα πηγαίνω μπροστά, μπροσταρόκριος. 
» Πατριαρχική μετανάστεψη λαού, μέσα από οροσειρές και πεδιάδες με θρυλικά ονόματα. Κι εγώ θα 'μαι ένα είδος Μωυσή — Ψευτομωυσή — που θα οδηγώ τον εκλεχτό λαό προς τη Γη της Απαγγελίας, όπως τη λες την Ελλάδα. Έπρεπε βέβαια, για να 'μαι στο ύψος της Μωσαϊκής αποστολής μου και να μη σε ντροπιάζω, να πετάξω τις κομψές μου γκέτες, που τόσο τις κοροϊδεύεις, και να τυλιχτώ τουσλούκια από προβιές' και να 'χω μακριά, τρικυμισμένα, γεμάτα λίγδα γένια και, το σπουδαιότερο, δυό κέρατα. Μα δυστυχώς δε θα σου κάμω το χατίρι' πια εύκολα μπορείς να με κάμεις ν' αλλάξω ψυχή παρά ντύσιμο' φορώ γκέτες, είμαι ξουρισμένος σα γουλί κι είμαι ανύπαντρος.
»'Αγαπημένε δάσκαλε, ελπίζω να λάβεις το γράμμα μου ετούτο, που ίσως να 'ναι και το στερνό μου. Κανένας δεν ξέρει. Δεν έχω εμπιστοσύνη στις μυστικές δυνάμες που προστατεύουν τάχα τούς ανθρώπους. Πιστεύω στις τυφλές δυνάμες που χτυπούν δεξά, ζερβά, χωρίς κακία, χωρίς σκοπό, και σκοτώνουν όποιον λάχει κοντά τους. Αν φύγω από τη γης (λέω «φύγω» για να μην πω τη λέξη την κυριολεχτική και τρομάξεις, τρομάξω κι εγώ), αν φύγω λοιπόν από τη γης, τότε έχε γεια, αγαπημένε δάσκαλε ! Ντρέπουμαι να το πω, μα πρέπει, συμ πάθησε με: κι εγώ σε αγάπησα πολύ.»..... (Από το βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου