Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Κ.Μ.ΣΥΜΟΝΩΦ:Η ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ


Καθισμένη έξω από μιαν αποθηκούλα και στηρίζοντας το εξαντλημένο κορμί της στο χωματένιο τοίχο, η γυναικούλα, που μόλις είχε γλυτώσει από την κόλαση του Στάλινγκραντ, εξιστορούσε με φωνή ραγισμένη από την κούραση και τις ταλαιπωρίες, αυτά που είδαν τα μάτια της μέσα στις φλόγες της μεγάλης πόλης.
Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή από την ξηρασία και τη σκόνη. Ένα ελαφρό αεράκι έκανε να σηκώνονται κίτρινα σύννεφα σκόνης κάτω από τις πατούσες. Τα πόδια της γυναίκας ήταν γυμνά, πρησμένα και καθώς μιλούσε μάζευε με το χέρι της ζεστή σκόνη, την έβαζε κάτω απ' τις φλογισμένες φτέρνες της και την πατούσε, σα νάθελε να πνίξει έτσι τον πόνο της. 
Ο λοχαγός Σαμπούρωφ, καθώς την άκουγε, χαμήλωσε τα μάτια του πάνω στις βαριές μπότες τον κι' άθελα του έκανε μισό βήμα προς τα πίσω. Ήταν μεγαλόσωμος και παρ' όλο που είχε φαρδιές πλάτες, φαινόταν ψηλός. Με το πελώριο και λίγο κυρτό σώμα του, με το απλό και σοβαρό πρόσωπο του, θύμιζε πάρα πολύ τον Γκόρκη σε νεαρή ηλικία. 
Στεκόταν κι' άκουγε τη γυναίκα σιωπηλός, κοιτάζοντας πάνω από το κεφάλι της προς τα κει, όπου, κοντά στα τελευταία σπιτάκια και στην άκρη της στέπας, ξεφόρτωνε ένα στρατιωτικό τραίνο. 
Μακριά, στο βάθος της στέπας, έλαμπε κάτω απ' τον ήλιο μια λευκή λουρίδα της αλμυρής λίμνης. Το θέαμα άφηνε την εντύπωση πώς εκεί τέλειωνε ο κόσμος, πως εκεί ήταν η άκρη του κόσμου. Την εποχή αυτή, Σεπτέμβρης του 1943, σε τούτο δω το μέρος βρισκόταν ο τελευταίος και πιο κοντινός προς το Στάλινγκραντ σιδηροδρομικός σταθμός. Για να προχωρήσεις πιο πέρα ως την όχθη του Βόλγα, έπρεπε να πας με τα πόδια. 
Η κωμόπολη λεγότανε Έλτον. Είχε πάρει τονομά της από την αλμυρή λίμνη, που βρισκόταν εκεί κοντά. Κάποτε, μικρός, ο Σαμπούρωφ, θυμόταν, πως είχε συναντήσει στη σχολική γεωγραφία τα ονόματα «Έλτον» και «Μπασκουντσάκ». Και να τώρα, που το 'φερε η τύχη να γνωρίσει από κοντά το «Έλτον» : χαμηλά σπιτάκια, σκόνη κι' απόμερος σιδηροδρομικός σταθμός. 
Η γυναίκα εξακολουθούσε να εξιστορεί τις συμφορές. Αν και δεν ήταν ή πρώτη φορά που άκουγε ο Σαμπούρωφ γυναίκες να λένε τον πόνο τους, όμως εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Πριν φτάσει στο Έλτον μαζί με τους στρατιώτες του, είχε υποχωρήσει από πολλές πόλεις. Απ (10) το Χάρκοβο στο Μπαλουέκ, απ' το Μπαλουέκ στο Ρώσσος, απ' το Ρώσσος στο Μποκατσάρ. Παντού, απ' όπου περνούσε, οι γυναικούλες έκλαιγαν κι' αυτός τις άκουγε όπως τώρα, μ' ένα αίσθημα ντροπής και κούρασης μαζί. Εδώ όμως, στο Έλτον, δεν ήταν όπως αλλού. Εδώ είναι ή άκρη του κόσμου, η γυμνή στέπα του Βόλγα. Και στα παράπονα των γυναικών δεν υπήρχε μονάχα παράπονο μα και απελπισία. Δεν έμενε πια περιθώριο για υποχώρηση. Σε πολλά βέρστια πάνω στη στέπα δε βρίσκονταν ούτε πόλεις, ούτε ποτάμια. Δεν υπήρχε τίποτα. 
— Πού μας έφεραν! ψιθύρισε άθελα του ό Σαμπούρωφ. 
Μέσα σ' αυτές τις τρεις λέξεις εκδηλώθηκε όλη η απεριόριστη λύπη που τον είχε κυριεύσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα, καθώς κοίταζε μέσα από το παραθυράκι του φορτηγού βαγονιού, την απέραντη στέπα. Βαριά στεναχώρια πλάκωσε την ψυχή του. Έφερε στο μυαλό του την τεράστια απόσταση που τον χώριζε από τα σύνορα κι' έπεσε σε σκέψη. Δεν τον απασχολούσε η πορεία προς το μέτωπο, αλλά σκεφτόταν την ώρα που θα ξαναγύριζε πίσω κυνηγώντας τον εχθρό. Και υπήρχε στις βαριές του σκέψεις εκείνο το ιδιαίτερο πείσμα που χαρακτηρίζει το ρώσο, που δεν επέτρεψε ούτε σ' αυτόν ούτε στους συντρόφους του να πιστέψουν και μια φορά σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου πως είναι δυνατόν να μη ξαναγυρίσουν. 
Η σημερινή κατάσταση δε μπορούσε να διαρκέσει πιο πολύ. Ένιωσε ξαφνικά πως εδώ στο Έλτον είναι το τελευταίο σύνορο, που πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει πια άλλη υποχώρηση. 
Κοίταξε τούς στρατιώτες που κατέβαιναν βιαστικά από τα βαγόνια και του ήρθε η επιθυμία να τους πάρει τώρα αμέσως και να τρέξει στο Βόλγα. Να τον περάσει, να φτάσει στο Στάλινγκραντ και κει να νιώσει το αίσθημα πως πια δε θα υποχωρήσει, αλλά θα συνδέσει την τύχη του με την τύχη της πόλης. 
Και αν οι γερμανοί πάρουν την πόλη, τότε ο θάνατος του θα είναι αναπόφευκτος ενώ, αν δεν τους αφήσει να την καταλάβουν, τότε ίσως να ζήσει.Η γυναίκα όλο και διηγόταν για το Στάλινγκραντ. Αράδιαζε τον έναν ύστερα από τον άλλο τους δρόμους που κάηκαν και καταστράφηκαν. Οι άγνωστες στον Σαμπούρωφ ονομασίες είχαν ιδιαίτερο νόημα γι΄αυτή.Η γυναίκα ήξερε που και πότε είχαν χτιστεί τα καμένα τώρα σπίτια ,πού και πότε είχαν φυτέψει τα δέντρα, που, καμένα τώρα, χρησιμοποιούνταν στα οδοφράγματα.Τα ανάφερε όλ' αυτά σα να μιλούσε , όχι για τη μεγάλη πόλη, μα για το σπίτι της , για δικά της, ατομικά πράγματα , που της ήσαν τόσο γνώριμα κι' αγαπητά, ώστε τώρα να μη μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της.Και όμως , για το δικό της σπίτι δεν είπε τίποτα απολύτως.Πολύ σπάνια, κατά τη διάρκεια του πολέμου , είχε συναντήσει ο Σαμπούρωφ ανθρώπους που να λυπούνται για τις καταστροφές του ατομικού τους νοικοκυριού. Κι' όσο τραβούσε ο πόλεμος σε μάκρος τόσο πιο συχνά και με μεγαλύτερο πείσμα τούτοι δω οι άνθρωποι δεν έφερναν στο μυαλό τους παρά μονάχα τις πόλεις που άφηναν πίσω.Σκούπισε με το μαντήλι τα δάκρυα από τα μάτια της η γυναικούλα κι' αφού αγκάλιασε με το βλέμμα όλους αυτούς που την άκουγαν , είπε σοβαρά:
-Πόσα χρήματα, πόσοι κόποι!
-Τί κόποι; ρώτησε κάποιος , που δεν είχε μπει αμέσως στο νόημα. ...............
Το ένα τρίτο του τάγματος αποτελούνταν από τέτοιους στρατιώτες.Οι υπόλοιποι θα έμπαιναν για πρώτη φορά στη μάχη.
Σε κάποιο βαγόνι στεκόταν ένας ηλικιωμένος στρατιώτης και φύλαγε το υλικό, που δεν είχε φορτωθεί ακόμα πάνω στα κάρρα. Το παράστημα του φρουρού καθώς και τα μεγάλα κοκκινωπά μουστάκια του, που εξείχαν σα δύο λόγχες, τράβηξαν από μακριά την προσοχή του Σαμπούρωφ. Όταν έφτασε κοντά του, ο φαντάρος με σβελτοσύνη στάθηκε προσοχή και στήλωσε τα μάτια του στο πρόσωπο του λοχαγού.
Στη στάση του, στον τρόπο που φορούσε την εξάρτησή του και κρατούσε το όπλο, έβλεπε κανένας τή συνήθεια κείνη που αποχτάται μονάχα με τα πολλά χρόνια υπηρεσίας στο στρατό. Ο Σαμπούρωφ αν κι' ήξερε όλους σχεδόν τους στρατιώτες που ήταν μαζί του στο Βορονέζ, ως τον ανασχηματισμό της μεραρχίας, ωστόσο δε μπορούσε να θυμηθεί αυτόν τον κόκκινο στρατιώτη. - Πώς λέγεσαι; τον ρώτησε.
-Κανιούκωφ, πρόφερε ό φαντάρος, τονίζοντας μιά μιά τις συλλαβές κι' εξακολουθώντας να έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο πρόσωπο του λοχαγού.
-Έχεις πάρει μέρος σε καμιά μάχη; 
- Σ' αρκετές.
- Πού ;
- Στο Περεμίσλ.
- Δηλαδή υποχωρήσατε απ' το Περεμίσλ.
- Καθόλου. Επιτεθήκαμε.Ο Σαμπούρωφ τον κοίταξε μ' έκπληξη.
- Πότε ; Τον περασμένο χρόνο ;
- Όχι. Πριν από δεκάξη χρόνια.
- Α...Έτσι. 
Ο Σαμπούρωφ παρατήρησε καλύτερα τον Κανιούκωφ. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό, σχεδόν περήφανο.
- Σ' αυτόν τον πόλεμο έχεις καιρό που υπηρετείς στο στράτευμα; τον ξαναρώτησε.
- Όχι. Ένα μήνα μονάχα.Έρριξε μια ματιά ακόμη στο δυνατό πρόσωπο του κόκκινου στρατιώτη με ικανοποίηση και προχώρησε παρακάτω. Στο τελευταίο βαγόνι συνάντησε τον αρχηγό του επιτελείου του, τον υπολοχαγό Μασλέννικωφ, που επέβλεπε στο ξεφόρτωμα. Ο Μασλέννικωφ του ανάφερε πως μέσα σε πέντε λεπτά θα έχει τελειώσει το ξεφόρτωμα. Και κοιτάζοντας το τετράγωνο ρολόι του χεριού του, πρόσθεσε:
-Επιτρέπεται, σύντροφε λοχαγέ, να παραβάλλω την ώρα μου με τη δική σας;Ο Σαμπούρωφ έβγαλε σιωπηλός ένα ρολόϊ της τσέπης. Ο Μασλέννικωφ πήγαινε πίσω πέντε λεπτά. Έκανε όμως ένα μορφασμό δυσπιστίας κοιτάζοντας το παλιό ασήμαντο ρολόϊ του Σαμπούρωφ, που είχε σπασμένο το τζάμι.Ο λοχαγός χαμογέλασε.
- Δεν πάτε πολύ πίσω. Κι' ύστερα μην ξεχνάτε πως το ρολόϊ το έχω απ' τον πατέρα μου κι' ακόμα πως στον πόλεμο την πιο ακριβή ώρα την έχει πάντοτε ο ανώτερος.
Ο Μασλέννικωφ έρριξε άλλη μια ματιά στα δυο ρολόγια, (14) διόρθωσε τo δικό του και μια πού δεν είχε άλλο λόγο να στέκεται εκεί, ζήτησε την άδεια να φύγει.Η επίβλεψη του τάγματος κατά τη διαδρομή μέσα στο τραίνο και η παρακολούθηση του ξεφορτώματος ήταν οι πρώτες αποστολές που είχαν ανατεθεί στον Μασλέννικωφ καθώς πλησίαζε στο μέτωπο. Εδώ, στο Έλτον, μύριζε πια μέτωπο.Η σκέψη πως σε λίγο θα μπει στη μάχη, συγκινούσε το νεαρό υπολοχαγό. Θεωρούσε τον εαυτό του μειωμένο, επειδή ως αυτή τη στιγμή δεν είχε πάρει μέρος σε καμιά μάχη. Γι' αυτό και σήμερα ήταν όλος χαρά. "Εκτελούσε τις εντολές του Σαμπούρωφ με ακρίβεια και προσοχή.— Μάλιστα, μάλιστα, πηγαίνετε, είπε ο Σαμπούρωφ έπειτα από μικρή σιωπή.Ένιωθε βαθιά λύπη στη σκέψη, πως το ροδοκόκκινο, ζωηρό και παιδικό πρόσωπο του Μασλέννικωφ θα καταντήσει αγνώριστο έπειτα από μια βδομάδα, όταν η βρωμερή, η πνιγηρή κι' αλύπητη ζωή των χαρακωμάτων θα δεχτεί στη φοβερή αγκαλιά της το παλληκάρι αυτό. Μια μικρή ατμομηχανή, έσερνε πάνω στην εφεδρική γραμμή, αγκομαχώντας, τον δεύτερο μακρύ στρατιωτικό συρμό. Βιαστικός, όπως πάντα, πήδηξε, πριν ακόμα σταματήσει το τραίνο, από βαγόνι πρώτης θέσης, ο διοικητής του συντάγματος, αντισυνταγματάρχης Μπαμπτσένκο. Στραμπούληξε όμως το πόδι του. Βλαστήμησε και χωρίς να σηκώσει τα μάτια του ρώτησε κατσουφιασμένος τον Σαμπούρωφ, πού έτρεξε να τον υποδεχτεί: 
- Πώς πάει το ξεφόρτωμα;
- Τελείωσε.Ό Μπαμπτσένκο έρριξε το βλέμμα ερευνητικά γύρω του.Πραγματικά, το ξεφόρτωμα είχε τελειώσει. Αλλά το σκυθρωπό ύφος και ο αυστηρός τόνος την φωνής, που θεωρούσε απαραίτητο να τα χρησιμοποιεί όταν μιλούσε με τους κατωτέρους του, απαιτούσαν αυτή τη στιγμή, για τη διατήρηση του κύρους του, να κάνει μια κάποια παρατήρηση.
- Και τί κάνετε τώρα; ρώτησε απότομα.Περιμένω τις διαταγές σας. Καλύτερα θα κάνατε να δίνατε συσσίτιο στους άνδρες, παρά να τους έχετε να περιμένουν.Αν πρόκειται να ξεκινήσουμε τώρα αμέσως, έχω αποφασίσει να κάνω διανομή τροφής στους άνδρες στην πρώτη ωριαία στάση. Αν όμως διανυχτερεύσουμε εδώ, τότε θα παρασκευάσω μέσα σε μια ώρα συσσίτιο στο καζάνι, απάντησε ατάραχα ο Σαμπούρωφ και χωρίς βιασύνη. Μίλησε με μιαν ήρεμη (15) λογική, που όμως δεν άρεσε καθόλου στον αιώνια βιαστικό Μπαμπτσένκο.Κάτι μουρμούρισε.
- Μήπως διατάζετε να γίνει τώρα αμέσως η διανομή ; ρώτησε ο Σαμπούρωφ.
-Όχι! Να τους κάνετε στην ωριαία στάση. Ξεκινείστε, χωρίς να περιμένετε τ' άλλο τάγμα. Διατάξτε να ετοιμαστούν οι άνδρες, για την εκκίνηση.Ο Σαμπούρωφ κάλεσε τον Μασλέννικωφ και του έδωσε τις σχετικές οδηγίες.Η φούρκα του Μπαμπτσένκο εκδηλώθηκε μ' ένα μουρμουρητό.Τον δυσαρεστούσε η στάση του Σαμπούρωφ. Είχε συνηθίσει να κάνει όλες τις δουλειές μοναχός του. Και γι' αυτό πάντοτε ήταν απασχολημένος ως το λαιμό. Πάντοτε βιαζόταν και ποτέ δεν πρόφταινε. Είναι γνωστό πώς ο διοικητής του τάγματος δεν είναι υποχρεωμένος να ετοιμάσει ο ίδιος το τάγμα για πορεία. Το γεγονός όμως πως ο Σαμπούρωφ έδωσε εντολές σ' άλλον, ενώ δ ίδιος στεκόταν ήσυχος δίπλα σ' αυτόν, τον διοικητή του τάγματος, εκνεύριζε τον Μπαμπτσένκο.Ήθελε να βλέπει τούς κατωτέρους του νά τσακίζονται μπροστά του. Ποτέ όμως ως τα σήμερα δεν κατόρθωσε να κάνει τον ήρεμο Σαμπούρωφ να κινηθεί σπασμωδικά. Νευριασμένος τώρα, στριφογυρίζοντας δεξιά κι' αριστερά, κοίταζε τη φάλαγγα πού ετοιμαζόταν. Ο Σαμπούρωφ στεκόταν δίπλα του.Ήξερε πώς αυτό δεν άρεσε στον αντισυνταγματάρχη, μα δεν έδινε σημασία. Είχε συνηθίσει πια να τον βλέπει έτσι φουρκισμένο.Πέρασε ένα λεπτό δίχως ν' ανταλλάξουνε καμιά λέξη. Ξαφνικά δ Μπαμπτσένκο, χωρίς πάλι να στραφεί προς τον Σαμπούρωφ, αλλά σε διαφορετικό τόνο, είπε :
- Κοίταξε αυτούς τους φουκαράδες. Είναι παλιάνθρωποι οι γερμανοί.Απέναντι, προχωρούσε μια θλιβερή φάλαγγα από πρόσφυγες του Στάλινγκραντ. Ήταν μια αξιοθρήνητη φάλαγγα κουρελιασμένων, αποκαμωμένων, φασκιωμένων με επιδέσμους, πού είχαν γίνει γκρίζοι από τη σκόνη. Μια φάλαγγα ανθρώπων πού έσερναν τα πόδια τους με την ψυχή στο στόμα.Άθελα τους και οι δυο άνδρες έστρεψαν τα μάτια προς την κατεύθυνση πού επρόκειτο ν' ακολουθήσει το σύνταγμα.Προς τα κει απλωνόταν ή γυμνή στέπα. Δεν φαινόταν παρά μονάχα σκόνη. Μια σκόνη πού ανέβαινε ψηλά ως τούς λόφους κι' έμοιαζε σα μακρύνω σύννεφο καπνού.
-Τόπος συγκέντρωσης το Ριμπάτς. Θα κάνετε σύντονη πορεία. Και θα μου στείλετε συνδέσμους, είπε ο Μπαμπτσένκο (16) παίρνοντας πάλι το σκυθρωπό του ύφος. Και γυρνώντας έφυγε κατά το βαγόνι.Ο Σαμπούρωφ πλησίασε το τάγμα του. Οι λόχοι ήταν έτοιμοι γι' αναχώρηση. Οι άνδρες σιγοκουβέντιαζαν στίς γραμμές τους. Περνώντας απ' τον δεύτερο λόχο είδε πάλι' τον κοκκινοτρίχη Κανιούκωφ, πού τη στιγμή εκείνη διηγιότανε κάτι στους γύρω του με ύφος ζωηρό και χειρονομίες. 
-Γιατί είναι καλύτερα να περπατάς παρά να κοιμάσαι ; έλεγε. Είναι προτιμότερο να βαδίζεις απ' την ανατολή προς τη δύση. Το πρωί που κάνει ζέστη έχεις τον ήλιο στην πλάτη σου και το απόγεμμα που κάνει ψύχρα τον έχεις στο πρόσωπο σου. Όλα με υπολογισμό πρέπει να γίνουνται.-Και οι σφαίρες με υπολογισμό σκίζουν τον αέρα; ρώτησε κάποιος στ' αστεία.Ο Σαμπούρωφ προσπέρασε τον Κανιούκωφ κι' έφτασε την κεφαλή της φάλαγγας.
- Τάγμα ! Εμπρός !
Οι άνδρες ξεκίνησαν. Ο διοικητής βάδιζε επικεφαλής της φάλαγγας. Μακριά, στο βάθος της στέπας, οι στρόβιλοι της σκόνης φαίνονταν πάλι σαν καπνός. Ποιος ξέρει, μπορεί πραγματικά και να καιγόταν η στέπα. 
Πριν από είκοσι μέρες, ένα αυγουστιάτικο πρωινό, φάνηκαν πάνω απ' την πόλη βομβαρδιστικά των αεροπορικών σχηματισμών του Ριχτόφεν. Πόσα ήταν και πόσες μπόμπες ξαπόλησαν, είναι δύσκολο να πει κανένας. Περνούσαν κατά κύματα, άφηναν το φορτίο τους και ξαναγύριζαν πάλι. Όλη την ημέρα πάνω από τη μαρτυρική πόλη βρίσκονταν συνεχώς δυο χιλιάδες αεροπλάνα.Το Στάλινγκραντ καιγότανε. Οι φλόγες κράτησαν δυο μέρες και δύο νύχτες. Παρ' όλο που η μάχη γινόταν εξήντα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, στις διαβάσεις του Ντον, όμως, απ' τη μέρα που φούντωσε η πυρκαγιά, απ' την ίδια μέρα και ώρα άρχισε η μάχη του Στάλινγκραντ.Γιατί, οι Γερμανοί που προχωρούσαν προς την πόλη κι' εμείς που βρισκόμασταν μέσα και πίσω απ' αυτή, βλέπαμε τις ουρανομήκεις ανταύγειες του Στάλινγκραντ, που είχε παραδοθεί στις φλόγες, κι' όλες οι σκέψεις κι' όλα τα σχέδια και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων είχαν στραφεί, σα να τα τραβούσε κάποιος δυνατός μαγνήτης, προς το φλεγόμενο Στάλινγκραντ.Την τρίτη μέρα, όταν η πυρκαγιά άρχισε να υποχωρεί, μια βαρεία μυρουδιά απλώθηκε σ' όλο το Στάλινγκραντ. Η ιδιαίτερη εκείνη δυσοσμία που αναδίνουν τα καμένα ερείπια.Μια δυσοσμία που δεν εγκατάλειψε από τότε το Στάλινγκραντ σ' όλους τους μήνες της πολιορκίας του.Απ' τα καμένα σίδηρα, τα καψαλισμένα δέντρα και τα ξαναψημένα τούβλα αναδίνονταν μια αποφορά πού σε ζάλιζε, μια βρώμα βαρεία και δηλητηριασμένη. Η καπνιά κι' η στάχτη που είχαν σκορπιστεί πάνω στους δρόμους, μόλις φυσούσε κανένα ελαφρό αεράκι απ' το Βόλγα, σηκώνονταν και γέμιζαν τον αέρα, έτσι που νόμιζες πως ξανά πάλι η πόλη βρίσκεται μέσα στους καπνούς της πυρκαγιάς.Οι Γερμανοί δε σταμάτησαν να βομβαρδίζουν το Στάλινγκραντ.Πότε δω και πότε κει, άναβαν καινούργιες πυρκαγιές.Όμως αυτές οι σποραδικές πυρκαγιές δεν ήταν επικίνδυνες όπως στην αρχή. Δεν διαρκούσανε τώρα πια μέρες. Η φωτιά, αφού έκαιγε μερικά όρθια ακόμα σπίτια, έφτανε γρήγορα σε δρόμους καμένους από πριν κι' επειδή δεν εύρισκαν τροφή, έσβηνε.(18)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου