Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ Γ.Ι ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΞ

Υπό των αρχών τας οποίας εγκατέστησεν ο υποστράτηγος Πάγκαλος συνελήφθησαν την 14 Σεπτεμβρίου 1922 οι Δημ. Γού­ναρης και Π. Πρωτοπαπαδάκης εις την οικίαν του Στάη, οι Ν. Στράτος, στρατηγός Δούσμανης, ναύαρχος Γούδας, εις τας οικίας των, και ο Νικ. Θεοτόκης εις την επί της οδού Ρηγίλλης οικίαν της κυρίας Μπούμπουλη.. Οι συλληφθένες μετεφέρθησαν εις την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας. Τέσσαρας ημέρας μετά ταύτα, μου εδόθη η άδεια παρά του τότε Διευθυντού Παπαοικονόμου να τους επισκεφθώ.
Από δεξιά προς τα αριστερά οι :
Αρχιστράτηγος Χατζανέστης, Π .Πρωτοπαπαδάκης ,
Ν.Θεοτόκης, Ν.Στράτος, Ξενοφών Στρατηγός,
Ν. Μπαλτατζής και Μ. Γούδας .
Απουσιάζει ο Δημήτριος Γούναρης ο οποίος βρισκόταν
σε κλινική λόγω επιβάρυνσης της υγείας του.
Μετά τα διαβήματα εις τα οποία προέβησαν οι πρέσβεις της Αγγλίας, Ολλανδίας και Σουηδίας επεκράτησε η γνώμη ότι η ζωή των κατηγορουμένων δεν ευρίσκετο εν κινδύνω. Δέκα ημέρας, εν τούτοις, μετά ταύτα μετεφέρθησαν εις τας φυλακάς Αβέρωφ, ό­που απεμονώθησαν και ανεκρίθησαν παρά της υπό τον Θ. Πάγκα­λόν εξεταστικής επιτροπής. Μετά το πέρας των ανακρίσεων μετέβην εις τας φυλακάς δια να τους επισκεφθώ. Δεν μου επετράπη να επικοινωνήσω με τον Δ. Γούναρην και κατώρθωσα να ιδώ μόνον τον Ν. Θεοτόκην. Τον εβεβαίωσα ότι, μετά τα διαβήματα των πρεσβευ­τών, δεν διέτρεχον κίνδυνον. Ο Ν. Θεοτόκης όμως μου είπεν, ότι ο Γούναρης απεκόμισε την εντύπωσιν, εκ της ανακρίσεως εις την οποίαν υπεβλήθη, ότι θα καταδικασθούν εις θάνατον. Μετά τινας ημέρας επληροφορήθην ότι επρόκειτο να μεταφερθούν εις την Βουλήν,[1] δια τούτο δε μετέβην την παραμονήν μετά της συζύγου μου και της Κυρίας Πρωτοπαπαδάκη, εις τας φυλακάς Αβέρωφ, όπου συνηντήσαμεν και τους Γεώργιον Μπαλτατζήν, τον στρατηγόν Χατζανέστην και τον Ξ. Στρατηγόν, οίτινες είχον συλληφθή κατά το διάστημα της ανακρίσεως των ήδη συλληφθέντων. Ο Γούνα­ρης ήτο αδιάθετος και μου είπεν ότι έχει την βεβαιότητα, ότι θα καταδικασθή εις θάνατον. Την επομένην, ότε μετεφέρθησαν εις την Βουλήν, έμαθα ότι η Επανάστασις απεφάσισε να τους δικάση υπό Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου και όχι υπό του ορι­ζομένου υπό του Νόμου.
Το Έκτακτον Επαναστατικόν Δικαστήριον απετελέσθη από τους στρατηγούς Οθωναίον (ως πρόεδρον) , τους συνταγματάρχας Χαβίνην, Σκανδάλην, Τσερούλην και Μαμούρην, τους πλοιάρχους Γιαννικώσταν και Φραγκόπουλον (ο τελευταίος ούτος απεχώρησε τρεις ημέρας προ του πέρατος της δίκης, διότι διεφώνησεν επειδή δεν απεκλείσθη η επιβολή θανατικής ποινής) και αντικατεστάθη υπό τινος λοχαγού.
Την πρωΐαν της Δευτέρας ήρχισεν η δίκη. Οι υπόδικοι, δια των συνηγόρων των, ήσκησαν ένστασιν αναρμοδιότητος του δικα­στηρίου, η οποία, ως ανεμένετο, απερρίφθη. Ο Ρέντης ωμίλησεν ως κατήγορος και όχι ως μάρτυς. Του στρατηγού Παπούλα η μαρτυρία υπήρξεν ευτελέστατη. Είχε καταληφθή υπό τόσου φόβου να μη του αποδοθούν ευθύναι, ώστε ισχυρίσθη ότι ηγνόει την εχθρικήν στάσιν των δυνάμεων της Εntente  εναντίον του Βασιλέως Κων­σταντίνου. Ο Γούναρης, εν τω μεταξύ, ησθένησεν, ούτω δε δεν κατώρθωσε πλέον να παρακολουθήση τας συνεδριάσεις του δικα­στηρίου. Η κατάστασις της υγείας του ήτο ελεεινή. Μετά τας πρώτας ημέρας της δίκης ηναγκάσθη να παραμείνη εις το κρεββάτι του εις μίαν των αιθουσών της Βουλής, όπου έλαβον την άδειαν να τον επισκεφθώ. Τον εύρον εις αθλίαν κατάστασιν, σκεπασμένον με μίαν στρατιωτικήν κουβέρταν. Εις το πλάι του ευρίσκετο ένα κάθισμα με φάρματα, ενα αυγό, χυμένα νερά, κολώνια κλπ. Αντίκρυ του ευρίσκοντο κρεββάτια δια τον Π. Πρωτοπαπαδάκην και τον Γούδαν και η επίπλωσις συνεπληρούτο από ενα σιδηρούν νιπτήρα, μία καρέκλα και μερικά καρφιά δια τα ρούχα των. Η κυρία Ασπασία Νάζου τον περιποιείτο με πολλήν αγάπην. Όταν με είδε μου είπε:
- Καλημέρα Γιώργο, δεν είμαι καλά.
Το απόγευμα της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 1922 μικροβιολογική εξέτασις του αίματος απέδειξεν ότι είχε προσβληθή από τυ­φοειδή πυρετόν με συμφορικά φαινόμενα του αριστερού πνεύμονος και δια τούτο μετεφέρθη εις την επί της οδού Πατησίων κλινικήν Ασημακοπούλου.
Την επομένην οι συνήγοροι των κατηγορουμένων εζήτησαν την διακοπήν της δίκης, μέχρις ότου ο Γούναρης δυνηθή να εμφανισθή πάλιν προ του δικαστηρίου, το μεν διότι αυτός, ως πρω­θυπουργός, θα ήτο ένας σημαντικός συνήγορος των άλλων κατη­γορουμένων, το δε διότι το δικαστήριον δεν ήτο δυνατόν να εκδώση απόφασιν, ως προς τον Γούναρην τουλάχιστον, χωρίς ν' απολογηθή ούτος. Ο Ν. Στράτος είπεν ότι δεν είχε καμμίαν αντίρρησιν να διακοπή η δίκη δι' όλους, άλλ' ότι, εάν το δικαστήριον είχεν αντίθετον γνώμην, εδέχετο να εξακολουθήση η διαδικασία ως προς αυτόν, αφού, ως αρχηγός κόμματος, είχεν ιδίας ευθύνας και δεν είχεν ανάγκην της βοηθείας του Γούναρη  δια ν' απολογηθή. Το δικαστήριον, συσκεφθέν, εξέδωσε την τερατώδη απόφασιν, ότι η διαδικασία έπρεπε να συνεχισθή όχι μόνον δια τους λοιπούς κατη­γορουμένους, αλλά και δια τον Γούναρην, τον οποίον δύναται να δικάση χωρίς ν' ακούση την απολογίαν του. 

Θεόδωρος Πάγκαλος
Νεόκοσμος Γρηγοριάδης
Επαναληφθείσης της διαδικασίας οι συνήγοροι εζήτησαν την κατάθεσιν και ανάγνωσιν ωρισμένων εγγράφων, το δικαστήριον όμως απεφάνθη ότι ήτο αδύνατον να το πράξη διότι η εξεύρεσις αυτών ήτο πολύ δυσχερής λόγω του όγκου των σχετικών φακέλλων του υπουργείου των εξωτερικών.
Επηκολούθησαν αι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας, εκ των οποίων ουδέν προέκυψεν εναντίον των κα­τηγορουμένων. Ο Παπούλας, ως μάρτυς κατηγορίας, όχι μόνον απεδείχθη ψευδόμενος, αλλά και εκ της διαδικασίας προέκυψαν ενδείξεις ότι κατεχράσθη χρήματα εξ εκείνων τα οποία διεχειρίζετο δια τας προμηθείας του στρατεύματος. Ο μάρτυς κατηγορίας Σαρρηγιάννης, ο οποίος ήτο στρατιω­τικός σύμβουλος της Αποστολής μας εις Λονδίνον, δεν ενεφανίσθη προ του ακροατηρίου, αλλά κατέθεσεν υπόμνημα περιλαμβάνον την μαρτυρίαν του. Εν αυτώ υπεστήριζεν ότι ο Κεμάλ δεν διέθετε πα­ρά ανεπαρκείς δυνάμεις και ότι εάν ευρίσκετο εις το μέτωπον θα τον συνελάμβανεν εκ του ωτίου! Ο υπουργός των εξωτερικών Πολίτης, μάρτυς κατηγορίας και αυτός, δεν ενεφανίσθη προ του ακροατηρίου. Οι περισσότεροι των δικαστών, ιδίως ο συνταγματάρ­χης Χαβίνης, είχον μεταβληθή εις κατηγόρους και δεν εχρειάζετο πολλή σκέψις δια να αντιληφθή κανείς ότι το δικαστήριον ευρίσκετο προ δεδικασμένου. Τούτο προκύπτει και εκ των όσων περιελαμβάνοντο εις το διάβημα του Βρεταννού πρέσβεως, ως και εκ της μεταστροφής της κοινής μας γνώμης υπέρ των κατηγορουμέ­νων. Εκ των ανωτέρω είχε δημιουργηθή η πεποίθησις ότι η απόφασις του δικαστηρίου θα ήτο μεν καταδικαστική, αλλ' ότι, επεμβαίνων εγκαίρως ο Βενιζέλος και απειλών να παραιτηθή, θα έσωζε τας κεφάλας των αντιπάλων του.
Λεωνίδας Σπαής
Αλέξανδρος Οθωναίος
Τά πράγματα ούτως είχον, όταν ήρχισαν απολογούμενοι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, προ πάσης απολογίας, εδήλωσαν δια του Ν. Στράτου, ότι θα προτιμήσουν να εμφανίσουν πενιχρωτέρας τας απολογίας των και να μη κάμουν χρήσιν και αυτών των εγγράφων τα οποία είχον εις την διάθεσίν των, παρά να βλάψουν τας εν τη Λωζάννη διεξαγομένας διαπραγματεύσεις. 
Πρώτος απελογήθη ο στρατηγός Χατζανέστης, μετ' αυτόν ο Ν. Θεοτόκης, τρίτος ο Ξ. Στρατηγός, μετ' αυτόν ο ναύαρχος Μιχ. Γούδας, ο οποίος είπεν ότι ακόμη δεν κατώρθωσε να μάθη διατί κατηγορείται και ότι, ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει που να στηρίξη την απολογίαν του. Μετ' αυτούς απελογήθη ο Γ. Μπαλτατζής και τελευταίος ο Ν. Στράτος, ο οποίος κατερράκωσεν όλα τα κεφάλαια της κατηγορίας. Ο Στράτος υπεστήριξε με πολλήν γενναιότητα την πολιτικήν του άλλοτε αντιπάλου του Δ. Γούναρη, αποδείξας με ακαταμάχητα επιχειρήματα την καλήν του πίστιν και την έλλειψιν οιασδήποτε υπονοίας δόλου εις τας πράξεις του. Όλοι απελογήθησαν με θάρρος και, εάν αναλογισθή κανείς τον όγκον των γεγονότων και το πολυσχιδές των κεφαλαίων της κατηγορίας, πρέ­πει να συμφωνήση ότι αι απολογίαι των κατηγορουμένων, μολονότι διήρκεσαν επί τέσσαρας ολόκληρους συνεδριάσεις, υπήρξαν σύν­τομοι. Η επαναστατική επιτροπή απήλειφεν από τα δημοσιευόμε­να εις τον Τύπον όσα ενόμιζεν ότι θα επηρέαζαν υπέρ των κατη­γορουμένων την κοινήν γνώμην και τα αντικαθίστα δια ψηφισμά­των σωματείων αμφιβόλου προελεύσεως, δια των οποίων εζητείτο η καταδίκη εις θάνατον των κατηγορουμένων, ως ενόχων της Μι­κρασιατικής καταστροφής.
Μετά τo πέρας των απολογιών [2] των κατηγορουμένων o πρέσβυς της Μεγάλης Βρεταννίας Lintley προέβη εις έντονον διάβη­μα εκ μέρους της κυβερνήσεως του, εις το οποίον ελέγετο ότι η εις θάνατον καταδίκη των υποδίκων θέλει χαρακτηρισθή ως «δικα­στικός φόνος» και ότι η κυβέρνησίς του θα ηναγκάζετο να διακόψη τας μετά της ελληνικής κυβερνήσεως διπλωματικάς σχέσεις, ε­πιφυλασσομένη να λάβη εν συνεχεία και άλλα μέτρα. Κατόπιν τούτου ο Πολίτης εδήλωσεν εις την επαναστατικήν επιτροπήν, ότι η κατάστασις είναι άκρως σοβαρά και επιβάλλεται ν' αποφευχθή πάση θυσία η καταδίκη εις θάνατον. Μετά τινας ημέρας ο Πολί­της παρητήθη, ως δε έμαθα εξ ασφαλούς πηγής, η παραίτησίς του οφείλεται εις εκδηλωθείσαν δυσαρέσκειαν της επαναστατικής επιτροπής εναντίον του, διότι δεν διέγνωσεν εγκαίρως την σοβα­ρότητα της δημιουργηθείσης καταστάσεως, ώστε η κυβέρνησις να επωφεληθή της ασθενείας του Γούναρη, δια ν' αναβάλη το πέρας της δίκης. Ούτω ευρέθη αύτη προ του διλήμματος ή να δυσαρε­στήση τους νεωτέρους αξιωματικούς επί των οποίων έστηρίζετο, ή να υποκύψη εις την αγγλικήν απειλήν.
Την επομένην του διαβήματος της βρεταννικής κυβερνήσεως, ο Ιω. Μεταξάς, δι' επιστολής του, επέστησε την προσοχήν του πρωθυπουργού Κροκιδά επί των συνεπειών του και, αφού έθεσεν υπο αμφισβήτησιν την νομιμότητα της συγκροτήσεως του επαναστατικού δικαστηρίου, υπέδειξε να παρασχεθή το δικαίωμα εις τους υποδίκους να εφεσιβάλουν την απόφασιν του δικαστηρίου εις την προσεχή εθνοσυνέλευσιν, μόνην αρμοδίαν ν' αποφανθή τελε­σιδίκως επί του θέματος. Ούτω δεν θα εθίγετο το κύρος της Ε­παναστάσεως εφ' όσον αύτη είχεν αναγνωρίσει την ανάγκην διε­νεργείας εκλογών. Ο Κροκιδάς όχι μόνον εδέχθη ασμένως την πρότασιν του Μεταξά, αλλά και την εισηγήθη εις το Υπουργικόν Συμβούλιον της ιδίας ημέρας. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε και την επομένην η κυβέρνησις παρητήθη, χωρίς ν' αντικατασταθή αμέσως.
  Ούτως είχον τα πράγματα, όταν οι επαναστατικοί επίτροποι
Νεάκοσμος Γρηγοριάδης, συνταγματάρχης του πεζικού και πρώην δημοδιδάσκαλος, και ο πρώην αρεοπαγίτης Γεωργιάδης, ο οποίος είχεν υποβιβασθή εις εφέτην, εζήτησαν ο πρώτος την κεφαλήν των κατηγορουμένων και ο δεύτερος αφέθη εις την κρίσιν του δικα­στηρίου. Τους επαναστατικούς επιτρόπους διεδέχθησαν οι συνήγο­ροι. Ο Γούναρης έμεινεν αναπολόγητος και, μη γνωρίζων ότι πά­σχει εκ τυφοειδούς πυρετού, εζήτει ν' απολογηθή. Ο δικηγόρος του όμως Σωτηριάδης τον έπεισεν ότι η απολογία του καθίστατο εντελώς περιττή.
Την Κυριακήν 9/22 Νοεμβρίου 1922 ωμίλησεν ο τελευταίος των επαναστατικών επιτρόπων Ζουρίδης, ο δε λόγος του υπήρξεν ευπρεπέστερος.
Την επομένην (Δευτέρα 10/23 Νοεμβρίου 1922) ωρκίσθη η νέα κυβέρνησις με τον Γονατά ως πρωθυπουργόν και κυριώτερα μέλη της τον στρατηγόν Θ. Πάγκαλον, Πιερράκον Μαυρομιχάλην, συνταγματάρχην Σακελλαρόπουλον και Ρέντην ως υπουργόν εξω­τερικών. Το εσπέρας της ιδίας ημέρας ο Βρεταννός πρέσβυς Lintley επανέλαβε το γνωστόν του διάβημα εις τον νέον υπουργόν ε­ξωτερικών. Τούτο, ως φαίνεται, κατετάραξε τον Ρέντην, όστις του επρότεινε να επαναλάβη τα όσα του είπε προ του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετέβησαν, λοιπόν, αμφότεροι εις το υπουργείον των στρατιωτικών, όπου συνεδρίαζε το Υπουργικόν Συμβούλιον. Ο Lintley επανέλαβε τα όσα είχεν ανακοινώσει εκ μέρους της κυβερ­νήσεως του εις τον Ρέντην και κατόπιν τούτου διεξήχθη συζήτησις μεταξύ Πλαστήρα και του Άγγλου πρέσβεως διερμηνεύοντος του Ρέντη. Τι ακριβώς ελέχθη δεν κατώρθωσα να μάθω  βέβαιον είναι, εντούτοις, ότι ο 
Lintley  απήλθεν εξω φρενών. Μετά την αποχώρησιν τοΰ Βρεταννοΰ πρέσβεως, ο Πλαστήρας είπε:
— Δεν βλέπω διατί, αφού η Αγγλία έφαγε τόσους μπάτσους από τον Κεμάλ, να μη φάη άλλον ένα από μένα!
Εν τω μεταξύ, δευτερολογούντες, απελογήθησαν οι Γ. Μπαλτατζής, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ξ. Στρατηγός και Γ. Χατζανέστης και την 12.15' της 15ης Νοεμβρίου 1922 ο πρόεδρος του δικαστη­ρίου Α. Οθωναίος εκήρυξε το πέρας της διαδικασίας και το δικαστήριον απεσύρθη δια να εκδώση την απόφασίν του.
Εις την 1.15' μετά το μεσονύκτιον δύο φορτηγά εστάθμευσαν προ της Βουλής δια να μεταφέρουν τους υποδίκους εις τας φυλα­κάς Αβέρωφ. Ούτοι, όταν έφθασαν εκεί, κατ' αυτόπτην μάρτυρα, εκοιμήθησαν ως συνήθως.

Εις την Βουλήν απηγορεύετο η είσσδος και εις τους έχοντας εισιτήρια, κατώρθωσα εν τούτοις να εισέλθω περί τας 4 το πρωί. Ο δικηγόρος Σωτηριάδης μου είπεν ότι είδεν εξερχόμενους εις τας 5 το πρωί εκ των στρατοδικών τους πλοίαρχον Γιαννικώσταν και τον συνταγματάρχην Σκανδάλην λίαν ευθύμους. Εθεώρησα τούτο ως καλόν οιωνόν διότι εγνώριζα τον Σκανδάλην ως τίμιον άνθρωπον και ουδέποτε επίστευα ότι θα εψήφιζεν υπέρ της καταδίκης εις θάνατον των υποδίκων.
Εις τας 6.40' ήνοιξεν  η θύρα της αιθούσης της διασκέψεως και εισήλθεν ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Οθωναίος, ακολουθούμενος από τα μέλη του δικαστηρίου. Ήτο κάτωχρος και δυσκόλως συνεκράτει την ταραχήν του. Η φρουρά παρουσίασεν όπλα και ο Οθωναίος ήρχισεν αναγιγνώσκων:


«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β'.
Το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά Nόμον.
Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας, προέκυψαν τα επόμενα πραγ­ματικά περιστατικά. Άπαντες οι κατηγορούμενοι εκ συστάσεως μετ' άλλων, εν γνώσει όντες ότι η εις την Ελλάδα επάνοδος του Βασιλέως Κωνταντίνου. λόγω των κατά την διάρκειαν του παγκοσμίου πολέμου εχθρικών αυ­τού πράξεων κατά των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, ήθελεν είσθε επιβλα­βής εις τας εθνικά δίκαια και ιδία ότι εκλόνισε την συνθήκην των Σεβρών, ήτις ως προς την παραχώρησιν της Ανατολικής Θράκης είχεν επικυρωθή υπό της Ελληνικής Βουλής και είχεν αύτη εκτελεσθή δια της κατοχής υπό της Ελλάδος της Θράκης, και προσαρτηθείσης ταύτης, ειργάσθησαν δια διαφό­ρων μέσων, και δη δια ψευδών διαδόσεων και δια της αποκρύψεως των εντεύθεν κινδύνων εις τα εθνικά συμφέροντα, υπέρ της επανόδου του Βασι­λέως Κωνσταντίνου, επιτευχθείσης δε ταύτης εξεδηλώθη αμέσως η απειληθείσα δια των γνωστών διακοινώσεων μεγίστη δυσμένεια των Δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ου ένεκεν εξέπεσεν αύτη της Συμμαχίας και εστερήθη ούτω της επικουρίας των Συμμάχων προς επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών.
Καίτοι δε η Ελλάς απεμονώθη διπλωματικώς και εστερήθη της βοηθείας των Δυνάμεων, εν τούτοις ούτοι απεφάσισαν παντί σθένει να στηρίξωσιν εις τον θρόνον τον Βασιλέα Κωνσταντίνον επί θυσία των Εθνικών συμφερόντων, όπως υπό την αιγίδα της σταθεράς βάσεως του Θρόνου νέμωνται τας διαφόρους εξουσίας του Κράτους και προς τούτο αφ' ενός μεν δια ψευδών αισιοδόξων ανακοινώσεων απέκρυπτον από τον λαόν την αλήθειαν , ήτοι τον κίνδυνον , ον διέτρεχον τα εθνικά συμφέροντα, αφ' ετέρου δε διά της τρομοκρατήσεως της Κοινής Γνώμης επεδίωξαν την κατάπνιξιν της εκδηλώσεως πάσης διαμαρτυρίας εκ μέρους του Λαού. Αποκρύψαντες την έκπτωσιν της Ελλάδος εκ της Συμμαχίας και την εντεύθεν βλάβην των εθνι­κών συμφερόντων, απεφάσισαν να ρίψωσιν επί του Ελληνικού Λαού βάρος ανώτερον υπό πάσαν έποψιν των δυνάμεων του και εν γνώσει των κινδύνων της καταστροφής των εθνικών δικαίων, ην απεδέχοντο, ανέθηκαν αποκλει­στικώς εις αυτόν την δια των όπλων επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών, ήτις θα εφηρμόζετο ευχερώς τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων, εάν η Ελλάς δεν εξέπιπτε της Συμμαχίας. Αφού δε εστέρησαν το στράτευμα ικα­νών και δεδοκιμασμένων αρχηγών μονάδων και άλλων αξιωματικών και ωδήγησαν αυτό από αποτυχίας εις αποτυχίαν κατά τας διαφόρους επιχειρή­σεις, επήλθε τελικώς η μάχη του Σαγγαρίου, καθ' ην πλέον κατεδείχθη το αδύνατον της επιβολής της συνθήκης εις τον εχθρόν δια των όπλων.

Και μετά τούτο όμως οι κατηγορούμενοι και άλλοι συστασιώται αυτών, αντί να παύσωσι να κρύπτωσι την αλήθειαν ότι η παραμονή του Βασιλέως εις την Ελλάδα ήτο επιβλαβής εις τα εθνικά συμφέροντα, τουναντίον εν γνώσει πλέον τελούντες της ασφαλώς επερχομένης καταστροφής, ήρχισαν εντατικώτερον δια των ως άνω ίδιων μέσων των ψευδολογιών και της τρομο­κρατίας να ενεργώσιν όπως υποστηρίξωσι τον Βασιλέα, ούτινος ο Θρόνος εκλονίζετο, ούτω δε δια της παρατάσεως της μικρασιατικής εκστρατείας επήλθεν ο στρατιωτικός κάματος και ο ηθικός κλονισμός του στρατού και η οικονομική εξάντλησις της χώρας, τουθ' όπερ επήνεγκε συγκλονισμόν του Μικρασιατικού μετώπου, όπερ μετά τινα χρόνον επρόκειτο αυτομάτως να καταρρεύση.
Αντί δε ν' ασκήσωσι πάσαν την επιρροήν των εις τον Βασιλέα ίνα ούτος παραιτηθή και σωθή ούτω το εθνικόν οικοδόμημα, δηλούντες αυτώ ότι εν περιπτώσει αρνήσεως του θέλουσιν ούτοι παραιτηθή, και καταστή­σωσι τούτο γνωστόν αρμοδίως, εξ εναντίας ο Γεώργιος Χατζηανέστης ανέλαβεν αυτός να εκτελέση την αποφασισθείσαν σκηνοθεσίαν της εκστρατείας της Κωνσταντινουπόλεως, αποσπάσας αρκετάς δυνάμεις εκ του Μικρασιατι­κού μετώπου εις Θράκην, επί τω τέλει να επιτευχθή επίθεσις εκ μέρους του εχθρού ,καθ' ην ηττωμένου του ελληνικού στρατού επέλθη ο τερματισμός της εκκενώσεως της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ήτις ήτο συνέπεια συνήθης ευπρονόητος του ως άνω επιδιωκομένου σκοπού των κατηγορουμένων και ούτως ενήργησε την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων παν­τοειδούς υλικού.
Επειδή, εκδηλωθείσης της επιθέσεως του εχθρού την 13ην Αυγούστου, κατά την διάρκειαν ταύτης εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ' αυτού διοικουμένης Στρατιάς της Μικράς Ασίας και δια διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν του στρατού και ημποδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, παρακινηθείς εις τούτο εκ προ­θέσεως υπό των λοιπών κατηγορουμένων.
Επειδή προέκυψεν ότι :οι εκ των κατηγορουμένων Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός εξετέλεσαν τας ανωτέρω πράξεις εν μετρία συγχίσει, άρθρον 87 του κοινού Ποινικού Νόμου.
Επειδή αι πράξεις αύται προβλέπονται υπό των άρθρων 56, εδ. 3. 57, 123 εδ. 3.224 του κοινού Ποινικού Νόμου, 194 εδ. 1. 4. 259 και 178 της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας 109, 21 και 23 του κοινού Ποινικού Νό­μου και 10 του από 12 Οκτωβρίου του 1922 Διατάγματος Επαναστατικής Επιτροπής περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της Εθνικής καταστροφής κατηγοριών.
Δια ταύτα 
Κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους: 1) Δημ. Γούναρην, 2) Νικ. Στράτον, 3) Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, 4) Νικ. Θεοτόκην, 5) Γ. Χατζανέστην, 6) Ξενοφ. Στρατηγόν, 7) Μιχ. Γούδαν και 8) Γ. Μπαλτατζήν.
1. Ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναποφάσισαν την εκτέλεσιν της αμέσως επομένης αξιοποίνου πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν από της 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αυγούστου 1922 εν Αθή­ναις και αλλαχού του Κράτους συνώμοσαν και συναπεφάσισαν πε­ρί πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνυπεχρεώθησαν προς αλλή­λους προς ταύτην, ήτοι την δια ποικίλων μέσων συστηματικήν εργασίαν προς κλονισμόν του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρα­τού, δια της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως στρα­τού εκ του Μικρασιατικού μετώπου επί σκοπώ εξασθενήσεως αυτού και δι' άλλων διαφόρων μέσων ενήργησαν εκ προθέσεως· την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμεφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού, ανηκόντων εις την επικράτειαν.
2. Τον κατηγαρούμενον Γ. Χατζανέστην, τέως στρατηγόν Στρατιάς Μικράς Ασίας, ως υπαίτιον του ότι εν τη Σμύρνη και αλλαχού, από της 13ης Αυγούστου 1922 μέχρι της 23ης του ι­δίου μηνός του τρέχοντος έτους εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ' αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μικρας Ασίας και δια διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων του στρατεύ­ματος και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού.
Τους δε λοιπούς: 1) Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, 2) Δημ. Γού­ναρην, 3) Νικόλαον Στράτον, 4) Ξενοφώντα Στρατηγόν, 5) Νικ. Θεοτόκην, 6) Μιχ. Γούδαν καί 7) Γεώργιον Μπαλτατζήν, ότι ενώ ο Γεώργιος Χατζανέστης, αρχηγός ων της Στρατιάς Μικράς Α­σίας από 13ης μέχρι 23ης Αυγούστου 1922, εκουσίως και εκ προ­θέσεως παρέδωκεν εις τον έχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, ούτοι εκ προθέσεως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, προστάξαντες και παραγγείλαντες εις αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ' απάτης, πειθούς και φορτικότητος, 

Καταδικάζει 
παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτα­τζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν καί Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ι­σοβίων δεσμών.
Διατάσσει 
την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρα­τήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου, καί Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου, και επιβάλλει αυτοίς τα έξοδα και τέλη και δια προσωπικής των κρατήσεως.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου και κατά 1) Δημητρίου Γούναρη δρχ. διακοσίων χιλιάδων, 2) Νικ. Στράτου δρχ. τριακοσίων τριάκοντα πέντε χιλιάδων, 3) Π. Πρωτοπαπαδάκη δρχ. πεντακοσίων χιλιάδων, 4) Γ. Μπαλτα­τζή δρχ. ενός εκατομμυρίου, 5) Ν. Θεοτόκη δρχ. ενός εκατομμυ­ρίου και 6) Μ. Γούδα δρχ. διακοσίων χιλιάδων.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη. 

Εν Αθήναις τη 15η (28η) Νοεμβρίου 1922 



Ο Πρόεδρος                             Ο Γραμματεύς 

Α. Οθωναίος                                 Ι. Πεπονής

Κατά το διάστημα της αναγνώσεως ο Οθωναίος δια να συγ­κράτηση την ταραχήν του εκτύπα διαρκώς το πόδι και προσεπάθει να δώση τόνον εις την μόλις ακουομένην φωνήν του. Μολονότι ήμεθα όλοι προετοιμασμένοι δια την καταδίκην, εμείναμεν έκπλη­κτοι δια το περιεχόμενον της αποφάσεως. Η ταραχή του Οθωναίου ήτο τοιαύτη, ώστε ελησμόνησε να κηρύξη το πέρας της δίκης και ο Σκανδάλης μόλις τον επρόλαβεν αποχωρούντα δια να επανέλθη και να το πράξη. [5]
Δεν ξέρω πως έφυγα από την Βουλήν και εάν ήλπιζα ακό­μη ότι η απόφασις ήτο δυνατόν να μη εκτελεσθή. Έφθασα εις το σπίτι μου και ηύρα την θύραν του διαμερίσματος Στράτου (κατώκει κάτωθεν του διαμερίσματος μας) ανοικτήν. Η κυρία Στράτου επερίμενεν απελπισμένη. Δεν ενθυμούμαι πως της ανήγγειλα την απόφασιν, πάντως όμως της έδωσα ελπίδας. Εκείνην ακριβώς την στιγμήν εξήρχετο του διαμερίσματος μου ο υιός του Γ. Μπαλτατζή, Νικόλαος, ο οποίος μου είπεν ότι έχομεν 24 ώρας ακόμη, δια να ενεργήσωμεν. Ανεθάρρησα επ' ολίγον, αλλ' όταν έμαθα ότι μετέ­φεραν τον βαρέως ασθενούντα Δημ. Γούναρην από την κλινικήν Ασημακοπούλου εις τας φυλακάς Αβέρωφ, έχασα κάθε ελπίδα.

Η κυρία Κανελλοπούλου μοι διηγήθη μετά τινας ημέρας τας συνθήκας υπό τας οποίας ο Δ. Γούναρης μετεφέρθη εις τας φυλα­κάς Αβέρωφ. Εις τας 5 το πρωί ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Κουτσιγιαννάκης εισήλθεν εις το δωμάτιον του Γούναρη, τον εξύπνησε και του είπε:
- Κύριε Πρόεδρε, διετάχθην να σε μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ. 
Εκ του προκληθέντος θορύβου αφυπνίσθη ο ευρισκόμενος εις το παραπλεύρως δωμάτιον ιατρός του Βλάχος και, αντιληφθείς πε­ρί τίνος επρόκειτο, είπεν εις τον αξιωματικόν, ότι η μεταφορά του ασθενούς ήτο αδύνατος, διότι είχεν υψηλόν πυρετόν. Ο ταγματάρ­χης όμως Κουτσιγιαννάκης είπεν ότι έχει διαταγάς και είναι υποχρεωμένος να τας εκτελέση. Εν τω μεταξύ, ο Γούναρης συνήλθεν από την νάρκην του και είπε: 
- Πολύ καλά, θα ενδυθώ. 
Η ευρισκομένη εις την κλινικήν αδελφή του αφυπνίσθη και, όταν έμαθε περί τίνος επρόκειτο, μετέβη ολοφυρομένη εις το δωμάτιόν του, ενώ, το φρουραρχείον εμαίνετο τηλεφωνικώς κατά του ταγματάρχου διότι ηργοπόρει να εκτελέση την διαταγήν του. Ο Κουτσιγιαννάκης εισήλθεν εις το δωμάτιον και ηπείλει να μεταφέρη τον Γούναρην έστω και γυμνόν. Του έγινε μία καρδιοτονωτική ένεσις και ο ασθενής ενδύθηκε όπως-όπως. Όταν όμως κατήρχετο την κλίμακα ελύγισαν τα πόδια του και τον ετοποθέτησαν επί φο­ρείου δια να τον επιβιβάσουν του αναμένοντος φορτηγού αυτοκινή­του μετά του ιατρού του κ. Βλάχου. Όταν έφθασαν εις τας φυλα­κάς Αβέρωφ, το φορείον εις το οποίον κατέκειτο ο Γούναρης, ρι­γών, ετοποθετήθη εις την είσοδον των φυλακών, ενώ έπιπτε ψιλή βροχή από ένα σκοτεινόν ούρανόν. 
Περί τας 8.30' π.μ. αφίχθη ο επαναστατικός επίτροπος Γρηγοριάδης από τον οποίον ο ιατρός Βλάχος εζήτησε να μεταφέρουν τον ασθενή πλησίον των ομοτύχων του δια να μη κρυώση. Ο Γρηγαριάδης απήντησε κατ' αρχάς ότι δεν δύναται να επιτρέψη την μεταφοράν του προτού ο μελλοθάνατος λάβη γνώσιν της αποφάσεως του δικαστηρίου. Εις τούτο ο ιατρός Βλάχος παρετήρησεν ότι δύνα­ται να λάβη γνώσιν αυτής μετά των λοιπών κρατουμένων. Ούτω ο Γρηγοριάδης επέτρεψε την μεταφοράν του Γούναρη εις το δωμά­τιον του α' ορόφου, όπου ευρίσκοντο και οι λοιποί κατάδικοι, προς τους οποίους ο υιός του Γ. Μπαλτατζή είχεν ανακοινώσει την απόφασιν. Δεν εξεπλάγησαν διόλου, πλήν του στρατηγού Χατζανέστη, ο οποίος είπε: 
- Μα κάτι λάθος κάνεις, παιδί μου, δεν είναι δυνατόν να καταδικάσουν και εμένα εις θάνατον! 
Εις τάς 9 π.μ. ο επαναστατικός επίτροπος τους ανέγνωσε την απόφασιν του δικαστηρίου, η οποία, όπως τους ανεκοίνωσε, θα εξετελείτο την 11ην πρωϊνήν της ιδίας ημέρας. 
Εν τω μεταξύ, ειδοποιηθέντες οι στενοί συγγενείς και ολίγοι φίλοι των καταδίκων προσήρχοντο. Ητοιμαζόμεθα μετά της συ­ζύγου μου να μεταβώμεν εις τας φυλακάς, οπότε η κυρία Πρωτοπαπαδάκη μας παρεκάλεσε τηλεφωνικώς να την πάρωμε μαζί μας. 
Όταν εφθάσαμεν εις τας φυλακάς Αβέρωφ, έφθασε και η κυ­ρία Ν. Στράτου με τα παιδιά της, μη γνωρίζουσα ακόμη τί ακρι­βώς συμβαίνει. Ο Ν. Στράτος την επερίμενεν εις την κλίμακα του πρώτου πατώματος και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του και τον ηρώτησε:
- Μα, τί συμβαίνει επί τέλους, Νίκο μου; 
- Εβγήκεν η απόφασις και εις τας 11 θα εκτελεσθή. Τί να γίνη, Μαρούλα μου; Έτσι ήταν το γραφτό μας και σε παρακαλώ να μη με κάμης να χάσω τό θάρρος μου.
Άφηκε την σύζυγον και την γηραιάν μητέρα του να θρηνούν και επήγεν εις το κελλί του Ν. Καλογεροπούλου δια να τον πα­ρακαλέση να βοηθήση την οικογένειάν του, η οποία ευρίσκετο ά­νευ πόρων. O Π. Πρωτοπαπαδάκης έδωσε γρήγορα τας τελευ­ταίας του παραγγελίας εις την σύζυγόν του και έπειτα της είπε: 
- Τώρα, Σμαράγδα μου, θα φύγετε διότι δεν θέλω να συγκινηθώ.
Εκείνη δέ, ευρισκομένη, όπως πάντοτε, εις το ύψος των περιστάσεων, τον εφίλησεν εις το μέτωπον και του είπε:
- Αντίο, Πέτρο μου, για πάντα!
Ο στρατηγός Χατζανέστης ωμίλει με την σύζυγόν του και την αδελφήν του Λαίδην Λω.
Ο Ν. Θεοτόκης ωμίλει εις μίαν γωνίαν με την γυναίκα του, την αδελφήν του και τον αδελφόν του, ως εάν δεν συνέβαινε τίπο­τε. Και εις μίαν στιγμήν που η σύζυγος του έκλαιε, της είπεν αστεϊζόμενος: 

— Mais voyons, ne soit pas dans cet état! Cela ne fait pas aussi mal que tu penses!..[6]
Ο Γούναρης εζήτησεν από την αδελφήν του να τον σηκώσουν από το φορείον που κατέκειτο δια να ξεμουδιάση.
Η ώρα παρήρχετο και ο επαναστατικός επίτροπος είπεν ότι  καιρός είναι να τους μεταλάβουν. Απομακρύνθηκαν οι συγγενείς και φίλοι, ήλθεν ο ιερεύς και εν μέσω νεκρικής σιγής ηκούσθη:
-« . . . Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού . . .»
Μεθ' ο οι μελλοθάνατοι έμειναν ακόμη επ' ολίγον με τους συγγενείς των. Ο Στράτος είπεν εις τον υιόν του να μη πολιτευθή ποτέ και παρηγορεί συνεχώς την σύζυγόν του και της είπε:
- Να πανδρεύσης την κόρην σου, να πωλήσης όσα ολίγα μας απομένουν και να φύγης από την Ελλάδα.
Ο Γ. Μπαλτατζής εμοίρασεν εις την γυναίκα του και τα παιδιά του ό,τι είχεν επάνω του ως ενθύμια, είπε δε εις τον υιόν του:
-Όταν μεγαλώση το παιδί σου, να του πης πως έζησα και πως ετελείωσα. Να ξεύρης ότι είμαι ευχαριστημένος που πηγαίνω με τους φίλους μου.
Εις δε την σύζυγόν του, δεικνύων τον αρραβώνα του της είπε:
- Δεν θέλω να χωρισθώ από το δακτυλίδι αυτό ακόμη, γιατί από όταν το απέκτησα έζησα ευτυχισμένος. Θα σου το φέρουν μετά.
Όταν ο στρατηγός Χατζανέστης ητοιμάζετο να κατέλθη δια να επιβιβασθή εις τα αναμένοντα δύο φορτηγά αυτοκίνητα, η αδελ­φή του Λαίδη Λώ έπεσεν εις τα πόδια ενός αξιωματικού και του είπε:
- Περιμένετε μια στιγμή ακόμη για να προφθάσω να πάω εις την πρεσβείαν μου.
Ο Πρωτοπαπαδάκης κατήλθε την κλίμακα σιγά και ήρεμα. Ο Γούναρης είπεν εις την σύζυγόν μου:
— Κυρία Ειρήνη, σε μια ώρα δεν θα υπάρχω πλέον. Να με θυμάστε.
Όσα αφηγούμαι ανωτέρω, από της αφίξεώς μας εις τας φύ­λακας Αβέρωφ, μου τα είπεν η σύζυγος μου διότι, θέλων να πα­ρευρεθώ εις την εκτέλεσιν, μήπως φανώ χρήσιμος εις τους φίλους μου έστω και την υστάτην στιγμήν, μετέβην εις τα γραφεία της επαναστατικής επιτροπής και έλαβον την απαιτουμένης άδειαν από τον υπασπιστήν του στρατηγού Πλαστήρα, λοχαγόν Βύρω­να Καραπαναγιώτην, τον οποίον εγνώριζα. Εκείθεν μετέβην εις τον ορισθέντα τόπον και με έβαλαν σε κάποιαν γωνίαν όπισθεν του χώρου των εκτελέσεων, από κάτω από ενα πεύκον εις τον ο­ποίον ανερριχήθην δια να βλέπω και να ακούω καλλίτερα.
Η στρατιωτική ζώνη εσχημάτιζεν ευρύ ημικύκλιον όπισθεν του οποίου ευρίσκοντο οι ολίγοι θεαταί του δράματος, μεταξύ των οποίων και εγώ. Εις μίαν γωνίαν ευρίσκοντο πολλοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων διέκρινα τον αρχηγόν της Χωροφυλακής Παπαοικονόμου, τον επαναστατικόν επίτροπον συνταγματάρχην πεζι­κού Γρηγοριάδην και τον μοίραρχον Βοβολίνην. Έμπροσθεν αυ­τών ήσαν πέντε ομάδες στρατιωτών, εκάστη με ένα υπαξιωματικόν επί κεφαλής, όπισθεν δε αυτών ευρίσκοντο αξιωματικοί έχον­τες το γενικόν πρόσταγμα. Αυτοί θα ήσαν οι εκτελεσταί.
Μετ' ολίγον έφθασαν τα δύο φορτηγά αυτοκίνητα με τους κατα­δίκους. Πρώτος κατήλθεν ο Στράτος και μετ' αυτόν ο Γούναρης, ο οποίος ήτο τόσον εξηντλημένος, ώστε εγονάτισε. Τότε έσπευσε να κατέλθη ο Πρωτοπαπαδάκης, ο οποίος, βοηθούμενος από τον Στράτον, τον εσήκωσε και τον ωδήγησαν εις την θέσιν του. Από το έτερον αυτοκίνητον κατήλθον ο στρατηγός Χατζανέστης, ο Γ. Μπαλτα­τζής και ο Ν. Θεοτόκης, οί οποίοι επήγαν μόνοι εις τας υποδει­χθείσας θέσεις, εκτος του Χατζανέστη, ο οποίος έπρεπε να υποστή και καθαίρεσιν. Όταν του ανεγνώσθη το κείμενον της καθαιρέσεως, δεν αφήκε να τον πλησιάσουν. Επέταξε το πιλήκιον και τα  επωμίδιά του και είπεν:
- Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυ­γάδων !
Κανείς δεν εδέχθη να του δέσουν τα μάτια και, όταν ο μοί­ραρχος Βοβολίνης τους ηρώτησεν εάν έχουν ν' αφήσουν καμμίαν παραγγελίαν, ο Γούναρης ύψωσε τους ώμους. Ο Στράτος είπεν:
— Αυτή η πράξις αποτελεί αίσχος δια την Πατρίδα!
Ο Θεοτόκης έβγαλε τα δακτυλίδια του και είπε φλεγματικώτατα:
— Αυτά, παρακαλώ, να δώσητε εις την κόμησσαν Θεοτόκη. Ο Στράτος ήνοιξε την σιγαροθήκην του, πήρεν ένα σιγαρέττον και είπε:
- Να την δώσης εις τον υιόν μου.
Μετά ταύτα, ο έχων το γενικόν παράγγελμα εφώναξεν:
- Επί σκοπώ!
Ενώ δε οι  εκτελεσταί εσκόπευον, ο ιερεύς έψαλλε τας τελευταίας ευχάς και οι μελλοθάνατοι απεκαλύφθησαν, ηκούσθη η δια­ταγή·: «Πυρ!..» και επηκολούθησεν η ομοβροντία.
Ούτω, ενώ η επανάστασις έγινε δια ν' αποπλύνη το αίσχος της Μικρασιατικής καταστροφής, εκηλίδωσε τόν πολιτισμόν μας.
Τα αιματοβαμμένα πτώματα ερρίφθησαν εντός ενός φορτηγού που τα μετέφερεν εις το Α' νεκροταφείον. Εστάθμευσε με το οπί­σω μέρος εστραμμένον προς το παρεκκλήσιον το ευρισκόμενον εις τον κήπον του νεκροταφείου και δύο στρατιώται τα επέταξαν προ του ναΐδρίου.
Περί την 1ην μ.μ. τόσον η αδελφή του Γούναρη όσον και η κυρία Πρωτοπαπαδάκη μας ετηλεφώνησαν ότι ειδοποιήθησαν ότι μέχρι της 3ης μ.μ. οι συγγενείς ηδύναντο να ενταφιάσουν τους νε­κρούς των, άλλως θα επελαμβάνετο η Αστυνομία. Όταν περί τας 2 μ.μ. εφθάσαμε με την σύζυγόν μου εις το νεκροταφείον, πλήθος κόσμου είχε συναθροισθή εις τον περίβολόν του, ενώ ισχυρά δύναμις αστυνομίας είχεν αποκλείσει την είσαδον του νεκροταφείου. Το θέαμα ήτο φρικώδες! Τα σώματα των εκτελεσθέντων έκειντο επί μερικών σανίδων. Το ένα χέρι του Θεοτόκη είχεν αποσπασθή από το σώμα του. Το καπέλλο του Πρωτοπαπαδάκη περιείχεν ό,τι εί­χεν απομείνει από το κεφάλι του και επί του πτώματος του Γούνα­ρη εφαίνοντο αιματηρά ίχνη τα οποία προξένησαν εις το πτώμα του οι μπόττες του στρατηγού Χατζανέστη κατά την μεταφοράν. Εις τας 2.30' έφθασαν εξ φέρετρα κατασκευασμένα από κακοκομμένας σανίδας, όπου κάθε οικογένεια ετοποθέτησε τον νεκρόν της. Τέσσαρες φρακοφόροι, οι ίδιοι δι' όλους, μετέφεραν τα φέρετρα εις τους τάφους και μετά πρόχειρον. ψαλμωδίαν ετοποθετούντο όπως όπως εντός της γης.


Η σύζυγος μου και εγώ ηκολουθήσαμεν τον νεκρόν του Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος ετάφη τελευταίος. Απερχόμενος ο ιερεύς που τον ενεταφίασεν, είπεν εις επήκοον όλων:
- Καλά του έκαμαν, αφού μας τα έκοψεν εις τα δύο! υπονοών την διχοτόμησιν του νομίσματος.                                                                                                                                                 

1. Πρόκειται δια την Παλαιάν Βουλήν της οποίας το κτίριον ευρί­σκεται εις την οδόν Σταδίου 
2. 
Τα κείμενα των απολογιών εδημοσιεύθησαν εις τον τόμον «Ή Δί­κη τών Έξ», εκδ. Πρωίας, 1931.
3. 
4.
5. Η ανάγνωση της αποφάσεως τελειώνει. Ο Πρόεδρος διατάσσει τη φρουρά «παρά πόδας». Πένθιμη στιγμή επικρατεί σ' όλη την αίθουσα. Κα­νένας δεν κινείται παρ' όλο που τελείωσε η ανάγνωση του κειμένου. θαρρείς και είναι καρφωμένοι. Μήτε και οι δημοσιογράφοι δεν κινούνται, παρ' όλο που πρέπει να σπεύσουν στις εφημερίδες τους για να αναγγείλουν την από­φαση. Και ενώ κρατάει ακόμα τούτη η πένθιμη σιγή, ο Οθωναίος ξεκινάει να φύγη. Τόση είναι η σύγχισή του, που ξεχνάει να λύση τη συνεδρίαση .
Μια τυπική πράξη που δεν μπορεί να παραλειφθή. Οι στρατοδίκες του φωνάζουν: «Κύριε Πρόεδρε δεν λύσατε τη συνεδρίαση!».
Ο Οθωναίος όμως δεν γυρίζει πίσω. Ενώ μέχρι κείνη τη στιγμή στάθηκε σχολαστικά στους τύπους, τώρα τα ξεχνάει όλα. Απο εγωϊσμο επειδή ξέχασε; Ασφαλώς όχι. Σ' ένα τόσο σημαντικό τυπικό θέμα δεν χωρούν εγωισμοί. Ο Οθωναίος ήταν συγκινημένος. Δεν ήθελε να γυρίση πίσω για να δουν τη συγκίνηση του. Και αντί να γυρίση πίσω τάχυνε το βήμα του. Τους τύπους τους έσωσε —αν μπορεί να ειπωθή η λέξη— ο στρατοδίκης Γ. Σκανδάλης αντισυνταγματάρχης του Ιππικού. Ανεβαίνει στην προεδρική έδρα και λέει:
— «Λύεται η συνεδρίαση του εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου!.
»  Η πράξη του Σκανδάλη είναι από τη φύση της αστεία. Τη συνεδρίαση τη λύνει ο Πρόεδρος. Ο Σκανδάλης αυτοεχειρίσθη Πρόεδρος! Και το ακροατήριο με την ψυχική ένταση και συγκίνηση ξέσπασε σε νευρικά γέ­λια. Ακόμα και οι αυστηροί στην όψη στρατοδίκες δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν ένα χαμόγελο.
6.-Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι! Δεν πονάει τόσο όσο νομίζεις.

4 σχόλια:

  1. Ωραιος ο Σαρρηγιαννης. Ώστε ο Κεμαλ δεν διεθετε παρα ανεπαρκεις δυναμεις, και αν ηταν αυτος στο μετωπο «θα τον συνελαμβανε εκ του ωτιου» !!!

    Κατοπιν τουτου, ηταν λογικο να αποφυγει να εμφανιστει στο Δικαστηριο. Γιατι αν εμφανιζοταν και ελεγε τετοια πραγματα, θα τον πλακωνε στις σφαλιαρες μεχρι και ο Οθωναιος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ενδιαφέρουσα έκθεση. μήπως γνωρίζετε που έχει δημοσιευθεί το αρχικό κείμενο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η έκθεση αυτή συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Γ.Ι .Πεσμαζόγλου με τίτλο ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ (1889-1979).Το αντίτυπο που διαθέτω είναι από τη δεύτερη έκδοση του 1980 και η έκθεση συμπεριλαμβάνεται στις σελίδες 129-143.

      Διαγραφή
  3. Ευχαριστώ για την άμεση απάντηση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή