Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Α. ΣΜΠΑΡΟΥΝΗ: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ A


Απρίλιος, Μάιος 1941


Ο Διοικητής της 1ης Μεραρχίας  Β. Βραχνός και το Επιτελείο
του στη διάρκεια της μάχης της Κλεισούρας.
Ο Απρίλιος είναι ο μην της επιθέσεως της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας εναντίον της Ελλάδος. Η επίθεσις  επηκολούθησεν αρνήσεως  του αειμνήστου Αλεξάνδρου Κοριζή  να παραδώση την Ελλάδα. Η Ελλάς  αντέταξεν άμυναν  εξ εβδομάδων , με τελευταίαν φάσιν την μάχην της Κρήτης. Δραματικά γεγονότα  εξειλίχθησαν  κατά τους δύο τούτους μήνας: πρόοδος του εχθρού εις το ελληνικόν έδαφος  ' θάνατος του Πρωθυπουργού  Κοριζή ' διορισμός κυβερνήσεως  προς εγκατάστασιν εις Κρήτην  και ίδρυσιν προσωρινού νησιωτικού  ελευθέρου Ελληνικού Κράτους'  εσπευσμένη αναχώρησις  του αειμνήστου Βασιλέως  Γεωργίου  και της νεοδιορισθείσης  Κυβερνήσεως  υπό τον Κον  Εμμανουήλ Τσουδερόν  δια Κρήτην ' ταυτόχρονος αναχώρησις  των Άγγλων επισήμων' είσοδος των Γερμανών εις Αθήνας' εγκατάστασις Ελληνικής Κυβερνήσεως εν Αθήναις υπό των Γερμανών΄ η μάχη της Κρήτης  και υποταγή  αυτής εις τους Γερμανούς' εσπευσμένη αναχώρησις  των Άγγλων, του Έλληνος Βασιλέως Γεωργίου και της Κυβερνήσεως Τσουδερού εκ Κρήτης εις Αίγυπτον.
Απριλίου  23.
Ο Βασιλεύς Γεώργιος εξέδωκε Διάγγελμα προς τον λαόν, αγγέλλον, ότι η πρωτεύουσα του Κράτους μεταφέρεται εις Κρήτην και ότι ο αγών θα συνεχισθή εκ Κρήτης, όπου και μεταβαίνει ο Βασιλεύς και η Νόμιμος Κυβέρνησις, εκφράζει δε την πεποίθησίν του επί την Νίκην.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Κος Τσουδερός, εξέδωκεν επίσης Διάγγελμα. Προοιωνίζεται, ότι, τελικώς, από τον αγώνα θα εξέλθωμεν «Νικηταί, Δοξασμένοι και Μεγαλωμένοι».
Κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης
Ο Κος Τσουδερός προσήλθεν εις το Υπουργείον Οικονομικών και, ομιλών προς τους Γενικούς Διευθυντάς και τους Διευθυντάς, εξέφρασε την πεποίθησιν, ότι η υποδούλωσις της Ελλάδος θα είναι βραχεία, συνέστησε δε εις τους υπαλλήλους να παραμείνουν εις τας θέσεις των, διά να εξασφα­λίσουν, κατά το δυνατόν, καλήν Ελληνικήν Διοίκησιν και δια να εμψυ­χώνουν το Ελληνικόν κοινόν, ως παλαιοί γνώριμοι του. Προσηγόρευσα τον Κον Τσουδερόν, εκ μέρους των Οικονομικών Υπαλλήλων, ηυχαρίστησα αυτόν δια τους ενθαρρυντικούς λόγους του και τον διεβεβαίωσα, ότι οι Οικονομικοί Υπάλληλοι θ' ακολουθήσουν τας συστάσεις της Κυ­βερνήσεως.
Απριλίου   23.
Επεσκέφθην τον Κον Τσουδερόν και εδήλωσα, ότι είμαι εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως, ίνα αναχωρήσω μετ' αυτής, εάν αύτη ,έχη ανάγ­κην των υπηρεσιών μου. Ο Κος Τσουδερός εδέχθη και είπε να ετοιμασθώ προς αναχώρησιν, περί  ης θα ελάμβανον ειδοποίησιν. Μετ' ολίγον, με προσεκάλεσε και  Βρετανική Αρχή να με συμπαραλάβη, αλλ' εδήλωσα, ότι θα με συμπαρελάμβανεν η Ελληνική Κυβέρνησις.
Απριλίου   24.
Η Ελληνική Κυβέρνησις ανεχώρησε την παρελθούσαν νύκτα. Εν τη αταξία των εσπευσμένων αναχωρήσεων, δεν ειδοποιήθην να προσέλθω. Ούτω, καίτοι  ήμην έτοιμος, δεν κατέστη δυνατόν ν΄αναχωρήσω. Μετά της Κυβερνήσεως ανεχώρησαν και οι  κ.κ. Κ. Βαρβαρέσος, Διοικητής και Γ. Μαντζαβίνος, Υποδιοικητής της Τραπέζης Ελλάδος. Εν τω μεταξύ είχε φορτωθή επί πλοίου δι' Αίγυπτον και  διεσώζετο ο χρυσός του καλύμματος του εθνικού νομίσματος. 
Απριλίου 24—26.
Τη 18η Απριλίου είχεν εκδοθή ο αναγκαστικός νόμος 2940 «περί αναθέσεως της υπογραφής οιωνδήποτε εγγράφων των Υπουργείων εις τους Γενικούς Γραμματείς (ή Γενικούς Διευθυντάς κλπ.) υπό τύπον «Εντολή Υπουργού». Η δε απελθούσα Κυβέρνησις Τσουδερού έδωκεν οδηγίας, όπως, εν απουσία ταύτης, τα καθήκοντα αυτής εκτελή Συμβούλιον εκ των Γενικών Γραμματέων και Γενικών Διευθυντών των Υπουργείων. Το Συμβούλιον τούτο πράγματι επελήφθη, κατά το τριήμερον τούτο, επειγόντων τινών θεμάτων [1].
 Απριλίου 27.
Ημέρα της εισόδου των Γερμανών εις τας Αθήνας. Από της προ­ηγουμένης εσπέρας ειδοποιήθη το κοινόν να παραμείνη εις τας οικίας μέχρι της μεσημβρίας. Λίαν πρωί, μετέβην εις το Υπουργείον Οικονο­μικών. Μετά δύο άλλων υπαλλήλων παρηκολουθούμεν το ραδιόφωνον, έδίδον πληροφορίας περί της συντελουμένης εισόδου των Γερμανών. Αιφνιδίως είδομεν εις την Ακρόπολιν των Αθηνών ν' αναπετάννυται η Γερμανική σημαία του Αγκυλωτού Σταυρού. Ταυτοχρόνως, από το ραδιόφωνον ηκούετο, δίκην τελευταίου δια την περίοδον εκείνην ελευ­θέρου άσματος, ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Η συγκίνησις όλων μας ήτο μεγάλη. Ηυχήθημεν, όπως ο Θεός μας αξιώση, να φιλήσωμεν ελεύ­θερον το χώμα της Πατρίδος μας.
Απριλίου 28—30.
Εγκατάστασις των Γερμανών εν Αθήναις. Προσπάθεια αυτών προς σχηματισμόν Κυβερνήσεως εξ Ελλήνων. Ο Στρατηγός Τσολάκογλου   σχηματίζει Κυβέρνησιν.

Πρώται ημέραι της Κατοχής.
Αεροσκάφη του εχθρού πάνω από την Αθήνα.
Αι Αρχαί του εισβαλόντος Γερμανικού και Ιταλικού Στρατού έλαβον άμεσα οικονομικά μέτρα : επέβαλον κατασχέσεις ή δεσμεύσεις εμπορευμάτων, ώρισαν δε και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν χαρτονομισμά­των κατοχής. Και αι μεν Γερμανικαί  Αρχαί έθεσαν εις κυκλοφορίαν μάρκα κατοχής (Reichskreditkassenscheine), τα οποία εξετύπωνον κινητά λιθογραφεία, ακολουθούντα τον στρατόν κατοχής. Αι δε ιταλικαί  Αρχαί έθεσαν εις κυκλοφορίαν τας λεγομένας  «  Μεσογειακάς  δραχμάς» δηλ. χαρτονομίσματα εις την Ελληνικήν γλώσσαν, τα οποία είχον εκτυ­πώσει εν Ρώμη προ της 28ης  Οκτωβρίου 1940. Άπασαι αι πληρωμαί, τόσον υπό των μονάδων στρατού και των επισήμων αρχών, όσον και των αξιωματικών ή ανδρών του στρατού κατοχής, γίνονται  εις χαρτονομίσματα  κατοχής. Οι έμποροι και οι βιομήχανοι επανικοβλήθησαν , πολλοί  δ' εξ αυτών είδον ταχέως τα καταστήματά των κενά και τα χρηματοκιβώτιά των  πλήρη "καϊμέδων" της κατοχής . Η χύσις  χαρτονομισμάτων  της κατοχής  γίνεται άνευ γνώσεως  του Ελληνικού Κράτους .Αι  Αρχαί Κατοχής μετά μεγάλων δυσχερειών (συνηθέστατα ουδόλως) αποδίδουν εις τας Ελληνικάς  Αρχάς, δια την κατανάλωσιν του αστικού πληθυσμού, τρόφιμα η άλλα είδη δεσμευθέντα εν Ελλάδι υπό της Κατοχής.


Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος 1941.
Κυβερνητικά.
Δια την διακυβέρνησιν της Ελλάδος κατά την Κατοχήν, προετάθη υπό του Αρχηγού του Δημοκρατικού Κόμματος Κου Γ. Παπανδρέου, προς ομάδα Ελλήνων, σχέδιον συστάσεως Επταμελούς Δημογεροντίας [2], ήτις θα διώριζε τους Γραμματείς δηλ. τους Υπουργούς της Ελλάδος. Ούτω, παρεμβαλλόμενη μεταξύ Αρχών Κατοχής και Ελλη­νικής Κυβερνήσεως, θα εξησφάλιζε ποιάν τινα ανεξαρτησίαν ταύτης. Η λύσις ενεθύμιζε την ιστορικώς γνώριμον εις τους Έλληνας Δημογεροντίαν της Τουρκοκρατίας, θεσμόν, βοηθήσαντα τους υποδούλους Έλληνας, να διατηρήσουν το εθνικόν αυτών φρόνημα επί αιώνας. Η λύσις όμως απερρίφθη υπό των  Γερμανών.
Ως ελέχθη ανωτέρω, εσχηματίσθη Κυβέρνησις υπό τον Στρατηγόν Γ. Τσολάκογλου, τη συμμετοχή και άλλων στρατιωτικών και πολιτι­κών προσώπων.
Έλλην Στρατηγός μου επρότεινεν, εκ μέρους του Στρατηγού Τσολάκογλου, ν' αναλάβω ως Υπουργός των Οικονομικών. Εις άρνησίν μου να δεχθώ [3] , μου επρότεινε, ν' αναλάβω ως Υπηρεσιακός  Υφυπουργός των Οικονομικών, αλλά και τούτο ηρνήθην να δεχθώ. Το  επ' εμοί, επεθύμουν ν' ακολουθήσω πιστώς τας οδηγίας της απελθούσης Κυβερνήσεως Τσουδερού, όπως παραμείνωμεν εις τας θέσεις ημών, ίνα εμψυχώνωμεν τον Ελληνικόν λαόν, πέραν όμως τούτου εις ουδέν επεθύμουν ν' αναμιχθώ.

Μετά τινας ημέρας, του Υπουργείου Οικονομικών διοικουμένου εν τω μεταξύ προσωρινώς υπό του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, ανέλαβεν ως Υπουργός των Οικονομικών ο πρώην πολιτευτής Σωτή­ριος Γκοτσαμάνης. Ωσαύτως, επληρώθη η θέσις του Διοικητού της Τραπέζης Ελλάδος. 


Πρώτα Διοικητικά μέτρα του Υπουργείου των Οικονομικών.
Αι Οικονομικαί Υπηρεσίαι, όπως άλλωστε όλαι αι δημόσιαι και ιδιωτικαί υπηρεσίαι, παρουσίαζον θλιβεράν εικόνα. Πολλοί υπάλληλοι, φεύγοντες προ της προελάσεως του εχθρού, παρουσιάζοντο ακανόνι­στος εις προϊσταμένας αυτών Αρχάς.
Μετά την συμπλήρωσιν της Κατοχής, παρίστατο άμεσος ανάγκη εκ νέου επανδρώσεως των υπηρεσιών. Εξεδόθησαν αι δέουσαι διαταγαί, αλλ' υπήρχον μέγισται δυσχέρειαι μεταφοράς. Εκάμαμεν έκκλησιν εις τα πατριωτικά αισθήματα των υπαλλήλων. Ετονίσαμεν ιδίως προς τους της Μακεδονίας και Θράκης, ότι είχον υποχρέωσιν, να μεταβούν τάχιστα εις τας θέσεις των, καθόσον ούτως ίσως απετρέπετο ο κίνδυνος περαιτέρω επεκτάσεως των Βουλγάρων, οι οποίοι ήδη είχον εισβάλει εις την πέραν του Στρυμώνος Μακεδονίαν και μέρος της Δυτικής Θράκης, εγκαθιστώντες εκεί βουλγαρικήν πολιτικήν διοίκησιν. Οι υπάλληλοι, διετάχθησαν, ν' αναχωρήσουν έστω και πεζή. Κατωρθώθη όμως, να γίνουν παραλλήλως και συγκοινωνιακοί τίνες συνδυασμοί. Πράγματι, οι υπάλληλοι προθύμως έσπευσαν, διά παντός μέσου και μετά πολλών κόπων, εις τας θέσεις των, μέχρι δε τέλους Ιουλίου η Οικονομική Διοίκησις ευρέθη εκ νέου επηνδρωμένη.
Ένεκεν όμως της υπό τριών Κατακτητών ασκήσεως της Κατοχής και της διαιρέσεως της χώρας εις πολλάς μικράς ανεξαρτήτους οικονο­μίας, υπήρχε πλήρης έλλειψις συνοχής της διοικήσεως, πολλαί δε περιφερειακαί υπηρεσίαι ελάμβανον από τας επιτοπίους Αρχάς Κατοχής διαταγάς αντιθέτους εκείνων, τας οποίας εξέδιδεν η Κεντρική Ελλη­νική Διοίκησις.
Εκπόνησις Δημοσιονομικού Προγράμματος μετά την εγκατάστασιν της Κατοχής.
Αι Αρχαί Κατοχής επληροφόρησαν την Κυβέρνησιν, ότι καταλογί­ζουν εις την Ελλάδα Δαπανάς Κατοχής εκ δραχ. 10.—δισεκατομμυρίων ήτοι ανά 5 δια την Γερμανίαν και την Ιταλίαν.
Το Υπουργείον Οικονομικών, υπολαμβάνον, ότι το ποσόν τούτο θα είναι το τελικόν και μοναδικόν, έχον δ' υπ' όψει και τας πιθανάς μελλοντικάς ανάγκας της Ελληνικής Διοικήσεως, εξεπόνησε δημοσιονομικόν πρόγραμμα. Δια του προγράμματος τούτου, απεσκοπείτο, να γίνη η εκκαθάρισις του πολεμικού παθητικού του Ελληνικού Κράτους και καθορισμός διαγράμματος δια την περαιτέρω, μέχρι της υπογραφής της ειρήνης, δημοσιονομικήν πολιτικήν, στηριζομένην εις αρχάς περισυλ­λογής, φειδούς και προπαντός αντιμετωπίσεως των αναγκών εντός πλαισίου στοιχειώδους αυταρκείας της Ελλάδος.
Δυστυχώς, μετά τινα χρόνον, εξεδηλώθησαν καθαρώτεραι αι αρπακτικαί διαθέσεις των Δυνάμεων της Κατοχής, αι οποίαι έστειλαν προς την Κυβέρνησιν διακοίνωσιν, ότι η Ελλάς ώφειλε να καταβάλλη εις αυτάς συνεχώς δαπάνας κατοχής, καθώριζον δε ταύτας δια τους προσ­εχείς μήνας εις δραχ. 3.- δισεκατομμύρια μηνιαίως.
Η είδησις αύτη εστενοχώρησε την Κυβέρνησιν, προεκάλεσε δε, εν γενομένη ειδική συσκέψει του Υπουργού Οικονομικών και των αρμο­δίων υπαλλήλων, θυελλώδεις διαμαρτυρίας των υπαλλήλων.

Συνεργασία μου μετά  Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου   Αθηνών Δαμάσκηνου. 
Κατά μήνα Αύγουστον 1941, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος μου ανεκοίνωσε σχέδιόν του περί ιδρύσεως  Οργανισμού, διευθυνομένου υπό της Εκκλησίας, στηριζομένου εις αρχάς χριστιανικής αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, αποσκοπούντος δε εις την ενίσχυσιν των απόρων τά­ξεων. Μου εζήτησε την συνδρομήν του Υπουργείου Οικονομικών και προσωπικήν μου συμβολήν. Το Κράτος θα ώφειλε, να προικοδοτήση τον Οργανισμόν με όσω το δυνατόν αφθονώτερα υλικά μέσα, να μη ζητήση δε την διεύθυνσιν του ιδρύματος, δια την οποίαν προσιδιάζει, ουχί το βεβαρημένον υπό τόσων καθηκόντων και φύσει δυσκίνητον Κράτος, αλλ' η πνευματικώς και μέχρι των μυχιαιτάτων εισδύουσα εις την ανθρωπίνην δυστυχίαν Εκκλησία. Η κατά τας περιόδους της δουλείας επιτυ­χής δράσις της Εκκλησίας υπέρ του Ελληνικού Έθνους απετέλει ενθαρρυντικόν προηγούμενον.
Τη 19η Αυγούστου 1941, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος υπέ­βαλε προς την Κυβέρνησιν Αθηνών και εκτενές υπόμνημα.
Αι απόψεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου έγιναν δεκταί υπό της Κυβερνήσεως, Ιδρύθη δε πράγματι βραδύτερον ο Εθνικός Οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης  (Ε.Ο.Χ.Α.).
Ωσαύτως, εις το δημοσιονομικόν πρόγραμμα περιελήφθησαν μέτρα, εξασφαλίζοντα εις τον Ε.Ο.Χ.Α. σοβαρώτατα έσοδα.

Σεπτέμβριος, Οκτώβριος 1941.
Μελέτη περί της ικανότητος   της Ελλά­δος προς πληρωμήν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, τη βοηθεία και υπαλλήλων του Υπουρ­γείου Οικονομικών, κατήρτισεν υπόμνημα, περιέχον πληροφορίας περί  της εθνικής οικονομίας και των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδος προ του πολέμου και προβλέψεις περί του τρέχοντος έτους.
Εις το Υπουργείον των Οικονομικών, εν συσκέψει με τους αρμο­δίους της Κατοχής, εδηλώθη προς αυτούς, ότι πρέπει, να κλείση η πυορρούσα πληγή των πληρωμών προς την Κατοχήν, διότι η Ελλάς, χώρα πτωχοτάτη προ του πολέμου και σήμερον κατεστραμμένη, θα υποκύψη.
Δια να διαφωτισθούν καλύτερον, αι Κυβερνήσεις του Άξονος ώρισαν, όπως γίνη επιτόπιος εν Ελλάδι μελέτη υπό Γερμανών και Ιταλών εμπει­ρογνωμόνων. Προς τούτο, αφίκοντο μάλιστα δύο ειδικώς εκ Γερμανίας. Αι εργασίαι της μελέτης διηρέθησαν εις δύο τμήματα. Το πρώτον τμήμα κατήρτισε μελέτη ν (εκτίμησιν) του εθνικού εισοδήματος της Ελλάδος κατά το  έτος 1941. Το δεύτερον τμήμα εμελέτησε την φορολογίαν και λοιπά δημόσια οικονομικά.


Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1941 και Ιανουάριος 1942. 
Έκθεσις Α. Σμπαρούνη περί των Δαπανών Κατοχής της Ελλάδος.
Μετά την αναχώρησαν των Γερμανών εμπειρογνωμόνων, υπέβαλα εις την Έλληνικήν Κυβέρνησιν την από 21ης Νοεμβρίου 1941 εκθεσίν μου περί των Δαπανών Κατοχής της Ελλάδος.

Ας έπιτραπη να παραθέσωμεν ενταύθα ολίγα Προεισαγωγικά. 
Ως γνωστόν, ο «προγραμματισμός» [4] είναι μία των θεμελιωδών αρχών, αίτινες ρυθμίζουν τα της «πολεμικής οικονομίας». 
Ήδη εις το μεταξύ των δύο πολέμων διάστημα, αι εκ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Παγκοσμίου Οικονομικής Κρίσεως προκύψασαι οίκονομικαί δυσχέρειαι [5] κατέδειξαν την ανεπάρκειαν των θεωριών της κλασικής σχολής δια την εξεύρεσιν αποφασιστικών λύσεων. Οι δ' εν τη εξουσία άνδρες, επιδιώξαντες αρχικώς λύσεις αποπληθωρισμού (deflation), ηναγκάσθησαν να θεωρήσουν ταύτας ως ματαίαν κατα­πόνησιν της οικονομίας, εδέχθησαν ως τετελεσμένον γεγονός την υποτίμησιν των νομισμάτων και προέκριναν ν' αλλάξουν στρατηγικήν, και να βασισθούν εις λύσεις διαστολής (expantion), πολλά δε ανορθόδοξα μέ­τρα εχρησιμοποιήθησαν με αγαθά αποτελέσματα. Η περίοδος ήρχιζε με απόλυτον πίστιν επί την ισχύν, την ευκαμψίαν και την ικανότητα ανατάσεως της φιλελευθέρας οικονομίας. Η πείρα όμως απέδείξεν, ότι, μέσα εις κόσμον πλήρη από ακάμπτους ανάγκας και από δυσκάμπτους συνθήκας, η καθαρά επανάπαυσις εις την αυτόματον λείτουργίαν της οικονομίας , ως εδίδασκε ταύτην η ορθόδοξος κλασσική σχολή, όχι μόνον είναι πολυτέλεια, αλλά και περικλείει τον κίνδυνον, του να κατάρρευση η οικονομία προ της πλήρους δράσεως των παραγόντων της ισορροπίας.

Βεβαίως δεν εγκατελείφθησαν τελείως τα διδάγματα του οικονομι­κού φιλελευθερισμού. Αλλά τα έφαρμοσθέντα «πειράματα» ενείχον, μικροτέραν ή μεγαλυτέραν, δόσιν προγραμματισμού. Εθεωρήθη, ότι, εκ του συγκερασμού τούτου, αγαθόν θέλει προκύψει. Προγραμματισμόν συναντώμεν εις εντονώτερον βαθμόν εις τα ολοκληρωτικά κράτη, εν οις και εις την Γερμανίαν και την Ιταλίαν, αίτινες ενδιαφέρουν την παρούσαν μελέτην.
Ειδικώτερον, όσον αφορά την Γερμανίαν, από της ανόδου του Χί­τλερ εις την αρχήν, εφηρμόσθησαν διάφορα προγράμματα, τα Τετραετή Σχέδια, αρχικώς μεν με πρωταθλητήν τον Δρα Σάχτ [6] είτα δε με πρωτουργούς τον Στρατάρχην Γκαίριγκ και ετέρους. Η μέχρι του πολέ­μου χαραχθείσα οικονομική πολιτική έτυχε και θεωρητικής επεξεργα­σίας υπό το όνομα της «οικονομίας εθνικής αμύνης» ή «οικονομίας πο­λεμικής παρασκευής» (Wehrwirtschaft). Η πρωτοτυπία των σχε­δίων, η καλή εφαρμογή αυτών [7] και η επίτευξις ικανοποιητικών αποτελεσμάτων έτυχον γενικής αναγνωρίσεως.
 Διετυπώθησαν όμως και πολλαί επιφυλάξεις, όσον αφορά τας πιθανότητας διαρκείας της υπό των προγραμμάτων τούτων δημιουργηθείσης οικονομικής ευημερίας της Γερμανίας.[8],[9],[10]

                                                     (Συνέχεια) 


Υποσημειώσεις:
[1] Το Υπουργείον των Οικονομικών εξεπροσώπησαν οι εξής : ο Γενικός Γραμματεύς Κος Γεώργιος Κορωναίος, ο Γενικός Διευθυντής Φορολογίας Αθανάσιος Σμπαρούνης και ο Γενικός Διευθυντής Δημοσίου Λογιστικού αείμνηστος Πέτρος Εξαρχάκης.
[2] Εκ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών και δύο ετέρων προσώπων, εκλεγομένων υπ' αυτών.
[3] Ως επληροφορήθην, πρότασις εγένετο και εις τον Γενικόν Διευθυντήν Δημοσίου Λογιστικού αείμνηστον Πέτρον Εξαρχάκην, αρνηθέντα επίσης.
[4] Εκ των διαφόρων κατατάξεων των ειδών σχεδιασμένης οικονομίας, προτιμώμεν την διαίρεσιν εις : α) ολοκληρωτικόν προγραμματισμόν ή , διευθυνομένην οίκονομίανόπου το πεδίον εφαρμογής σχεδίου είναι ευρύ (περίπου καθολικόν), όπου τα κυριαρχούντα εις τον κεφαλαιοκρατισμόν χαρακτηριστικά (αυτόματος λειτουργία τών τιμών, ζήτησις τοϋ καταναλωτού ως κύριον κίνητρον τής παραγωγής, αναζήτησις κέρδους ως κύριον κίνητρον του παράγωγου, αυτόματος λειτουργία του χρυσού κανόνος μετά του εξωτερικού κλπ.) συμπιέζονται σχεδόν μέχρις αφανισμού και όπου η διεύθυνσις (εκπόνησις και εφαρμογή του σχεδίου) ασκείται υπό του διοικητικού μηχανισμού του Κράτους και β) περιωρισμένον προγραμματισμόν, όστις φροντίζει νά διατηρήση τα κυριαρχούντα εν τω κεφαλαιοκρατισμώ χαρακτηριστικά, αλλ' εις ηλαττωμένην έκτασιν, λαμβάνει μέτρα, έξασφαλίζοντα ωρισμένα πλεονεκτήματα της σχεδιασμένης οικονομίας και αφήνει, εν μικροτέρα ή μεγαλυτέρα εκτάσει, την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν να κινήται ελευθέρως εντός των πλαισίων του σχεδίου. 

Τύπος ολοκληρωτικού προγραμματισμού είναι τα αλλεπάλληλα Πενταετή Σχέ­δια τής Ρωσίας.
Ο περιωρισμένος προγραμματισμός εφηρμόσθη, υπό διαφόρους μορφάς, προ του πολέμου εις τα πλείστα των λοιπών Κρατών.
[5] Εκ των κυριοτέρων συμπτωμάτων της κρίσεως, σημειούμεν : υπότασιν· της ζητήσεως, πτώσιν της εσωτερικής και εξωτερικής αξίας των νομισμάτων, πτώ­σιν των τιμών των εμπορευμάτων, υποτίμησιν της αξίας των περιουσιακών στοι­χείων, γενικήν πτώσιν της αγοραστικής ικανότητος του κοινού, κατάρρευσιν των ε­σωτερικών αγορών, διαταραχήν του παγκοσμίου εμπορίου, τραπεζικήν αρρυθμίαν, συνεχή αύξησιν της ανεργίας κ.λ.π.
[6] Γενικάς γραμμάς της πολιτικής ίδε εις Ηjalmar Schacht , «Finanzwunder» und  «Νeuer Plan». Βerlin 1938,  oμιλίαν του Δρος Σάχτ της 29ης Νοεμβρίου 1938 εις την Γερμανικήν Ακαδημίαν.
Ο Σαχτ τονίζει, ότι «μία πτωχή φυλή (δηλ. ή Γερμανία) έχει το θάρρος, να ζήση σύμφωνα με ιδικούς της νόμους, αντί να υποφέρη σύμφωνα με τας διδασκαλίας των ευημερούντων (δηλ. των νικητών του προηγουμένου πολέμου)». Αντί πολιτι­κής «χρηματοδοτήσεως της καταναλώσεως», η Γερμανία προέκρινε πολιτικήν «δη­μιουργίας εργασίας», προς  αύξησιν της παραγωγής και υποβοήθησιν του διαρκώς ε­πεκτεινομένου προγράμματος των επανεξοπλισμών. Δια την χρηματοδότησιν όμως του σχεδίου, ουδενός είδους διαθέσιμα κεφάλαια υπήρχον. 'Ενεκα τούτου, εχρησιμοποιήθη πολιτική «δημιουργίας χρήματος» και «ευρύνσεως της πίστεως». Εν ελευ­θέρα οικονομία της κλασικής σχολής, η πολιτική αύτη θα προεκάλει πληθωρισμόν και ιδία την αμοιβαίαν αύξησιν τιμών και ημερομισθίων. Εν τη προγραμματισμένη οικονομία του σχεδίου Σαχτ, κατεβλήθη προσπάθεια, να καθορισθούν όρια, προλαμβάνοντα την υπερβολήν. Πρώτον πρόβλημα θα ήτο, να τηρηθή εις λογικήν σχέσιν η παραγωγή ειδών κεφαλαίου (περιλαμβανομένων και των έργων επανεξοπλισμού) προς την παραγωγήν είδών καταναλώσεως, ίνα μη εκ της σπάνιος των τελευ­ταίων προκληθή αύξησις των τιμών και του κόστους της ζωής. Δεύτερον πρόβλημα θα ήτο, πως η διά της δημιουργίας χρήματος και πίστεως προκαλούμενη αύξησις αγοραστικής ικανότητος των εργατών και των επιχειρήσεων, ιδία η αντιστοιχούσα προς την μη κυκλοφορούσαν παραγωγήν (ως είναι η του επανεξοπλισμού), θα συγκρατηθή από του να στραφή προς τα είδη καταναλώσεως και προκαλέση πληθω­ρικά φαινόμενα. Αμφότερα τα προβλήματα ελύθησαν επιτυχώς, το δε δεύτερον αντιμετωπίσθη δια μέτρων "ελέγχου του πληθωρισμού», κυρίως δε: δι' επιβολής βαρείας φορολογίας" δια σχηματισμού αποταμιευμάτων υπό της ιδιωτικής οικονομίας· δι' υποβιβασμού του τόκου· δι' αναστολής της εξοφλήσεως του κυμαινομένου κρατικού χρέους· δια συνεχούς απορροφήσεως των διαθεσίμων της χρηματαγοράς (βραχυ­προθέσμου)· δι' ελέγχου των τιμών δι' ελέγχου των ημερομισθίων και προ πάντων δι' ελέγχου της εκδόσεως (χαρτονομίσματος, χρεωγράφων και πάσης φύσεως χρηματογράφων), Η τάσις ήτο : βαθμιαία μετάβασις από της «χρηματοδοτήσεως διά δημιουρ­γίας χρήματος και πίστεως» προς την «χρηματοδότησιν δια φόρων και μακροπρο­θέσμων κρατικών δανείων». Τωόντι, διά των ανωτέρω μέτρων, διετηρήθη η σταθερότης του νομίσματος, η δε οικονομία έφθασεν εις ικανοποιητικόν σημείον «πλήρους απασχολήσεως», επιτυχούσα και την ολοσχερή εξαφάνισιν της ανεργίας.
Όσον αφορά  την εξωτερικήν εμπορικήν πολιτικήν, αι δυσχέρειαι ήσαν μέγισται. Κατ' αρχάς, η Γερμανία ήτο βεβαρημένη δια σοβαρού δημοσίου και ιδιωτικού εξωτερικού χρέους (εκ πολεμικών επανορθώσεων, εκ κρατικών δανείων και εξ οφειλών της ιδιωτικής οικονομίας). Δια να ελαττώση την πίεσιν τούτου, η Γερμανία άλλων μεν (λ. χ. των επανορθώσεων) απηλλάγη, δια δε τα λοιπά εισήγαγε μονομερώς το μέτρον της εις μακροπροθέσμους δόσεις πληρωμής ransfermoratorium).
Δια την εφαρμογήν όμως του προγράμματος επανεξοπλισμού και δια την ικανοποίησιν τρεχουσών ηυξημένων αναγκών, η Γερμανία, χώρα μη αυτάρκης και στερουμένη χρυσού, ώφειλε να τονώση την εξωτερικήν εμπορικήν πολιτικήν της. Η ύψωσις όμως των δασμών υπό της Αμερικής και της Αγγλίας, η υπό της Γαλλίας καθιέρωσις του συστήματος των ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής (contingentements), ως και άλλα παρόμοια μέτρα, απετέλεσαν ουσιώδες εμπόδιον δια την εις αλλοδαπάς χώρας τοποθέτησιν γερμανικών εμπορευμάτων.
Έλειψαν ούτως ουσιώ­δεις προϋποθέσεις της λειτουργίας των θεωριών της κλασικής σχολής. Δεχόμενη όμως η Γερμανία την διδασκαλίαν της κλασικής σχολής, ότι »ουχί ο παραγωγός, αλλ' ο καταναλωτής είναι ο κυρίαρχος παράγων εν τη οικονομική ζωή», εχειρίσθη ως βαρύ και αποτελεσματικόν επιχείρημα τον όγκον της γερμανικής καταναλωτικής αγοράς, δια να χαράξη συμφέρουσαν αυτή εξωτερικήν εμπορικήν πολιτικήν. Χρησιμοποιούσα το αρχικώς υπό των δανειστών επιβληθέν αυτή σύστημα των διμερών εμπορικών συμβάσεων και επεκτείνασα τούτο, καθιέρωσε το σύστημα των εμπορικών συμψηφισμών (clearings) μετά των πλείστων ευρωπαϊκών κρατών, ως και τίνων κρατών άλλων ηπείρων. Διά του σχεδίου τούτου, η Γερμανία επέτυχε την άσκησιν εποπτείας επί του εξωτερικού εμπορίου και την προαγωγήν αυτού, την προμήθειαν πρώτων υλών και ετέρων αγαθών, απαραιτήτων διά την παραγωγήν και τον επανεξοπλισμόν, την κάλυψιν του παθητικού υπολοίπου και την βαθμιαίαν δημιουργίαν ενεργητικού υπολοίπου του εξωτερικού εμπορίου. Η πολιτική όμως αύτη, ως και αι συναλλαγματικαί ανάγκαι, απήτησαν αυστηρότατον έλεγχον του έξωτερικού εμπορίου και των εξωτερικών συναλλαγών.
[7] Ίδε  ιδία την θαυμασίαν ανάλυσιν και κριτικήν του τότε Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου  και του Κέντρου  Γερμανικών Σπουδών  Κου Laufenburger Henry. La Reprise Allemande, Methode et Resutats, 

 ....... Η ανεργία εξηφανίσθη. Εδώ ο εθνικοσοσιαλισμός είναι κλασικός.O πλούτος  είναι η εργασία . Παν νόμισμα, στηριζόμενον επί της εργασίας , είναι νόμισμα υγιές, σταθερόν, και, τουθ' όπερ νέον, είναι υγιές και σταθερόν μολονότι μη μετατρεπτόν εις χρυσόν». »Το Κράτος έπαιξε τον κύριον ρόλον εν τη αναρρώσει». Περαιτέρω εξηγεί τα ληφθέντα μέτρα τοποθετήσεως παραγγελιών, χρηματοδοτήσεως κλπ. και προσ­θέτει: «H νέα και παράτολμος αύτη πολιτική εγείρει όμως πολλάς αντιρρήσεις». . . 

Ίδε επίσης Rawlins E.C.D Economie conditions in Germany, London (almost yearly editions) by H.M Stationery Office. 
[8] Περί της εφαρμοσθείσης εν Γερμανία οικονομικής και γενικωτέρας πολιτικής, ίδε επίσης το υπό Γερμανών μελετητών εκδοθέν βιβλίον: Germany Speaks, by 21 Leading Members of Party and Staff.
[9] Ιδού η εξέλιξις του εθνικού εισοδήματος (εις μάρκα) : 
Έτος
Εθνικό εισόδημα
 εις δισεκατομμύρια
Αύξησις
εις δισεκατομμύρια
1933
46

1934
52
+  6
1935
57
+11
1936
61
+15
1937
71
+25
1938
75
+29
         Σύνολον αυξήσεων
+86
Ήτοι το εθνικόν εισόδημα των 46 δισεκ. ανεβιβάσθη, εντός πενταετίας, εις 75 δισεκ. μάρκων, αυξηθέν κατά 63 %. (Η πραγματική αύξησις είναι 50 %, αν ληφθή υπ' όψιν, ότι εν τω μεταξύ το κόστος της ζωής ηυξήθη κατά 8 %). Το εθνικόν εισόδημα του 1939 ήτο 84,0 δισεκατομμύρια. 
[10] Ριζοσπαστικώτερον πρόγραμμα, στηριζόμενον είς εθνικοποιήσεις, είχε παρουσιάσει o Feder  εκ μέρους τοy «eθνικοσοσιαλιστικού εργατικού κόμματος». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου